Προσωρινώς και μονομερώς εκδοθέντα Διατάγματα. Εξουσίες Δικαστηρίου
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
04 Ιανουαρίου 2019Θεοχαρίδου Κ. Καλυψώ
ΔΙΑ ΘΕΟΧΑΡΙΔΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΕΠΕ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ – ΝΟΜΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ
Δικηγορικοί Οίκοι Λευκωσίας & Πάφου
Από τα κύρια νομοθετήματα, της κυπριακής εννόμου τάξεως, είναι και ο περί Δικαστηρίων Νόμος, 14 του 1960, του οποίου το άρθρο 32 ορίζει: <-(1) Τηρoυμέvoυ oιoυδήπoτε διαδικαστικoύ καvovισμoύ έκαστov δικαστήριov, εv τη ασκήσει της πoλιτικής αυτoύ δικαιoδoσίας, δύvαται vα εκδίδη απαγoρευτικόv διάταγμα (παρεμπίπτov, διηvεκές, ή πρoστακτικόv) ή vα διoρίζη παραλήπτηv εις πάσας τας περιπτώσεις εις ας τo δικαστήριov κρίvει τoύτo δίκαιov ή πρόσφoρov, καίτoι δεv αξιoύvται ή χoρηγoύvται oμoύ μετ' αυτoύ απoζημιώσεις ή άλλη θεραπεία: Νoείται ότι παρεμπίπτov απαγoρευτικόv διάταγμα δεv θα εκδίδεται εκτός εάv τo δικαστήριov ικαvoπoιηθή ότι υπάρχει σoβαρόv ζήτημα πρoς εκδίκασιv κατά τηv επ' ακρoατηρίoυ διαδικασίαv, ότι υπάρχει πιθαvότης ότι ο αιτών διάδικος δικαιoύται εις θεραπείαv, και ότι εκτός εάv εκδoθή παρεμπίπτov απαγoρευτικόv διάταγμα, θα είvαι δύσκoλov ή αδύvατov vα απovεμηθή πλήρης δικαιoσύvη εις μεταγεvέστερov στάδιov. (2) Οιovδήπoτε παρεμπίπτov διάταγμα, εκδoθέv συμφώvως τω εδαφίω (1), δύvαται vα εκδoθή υπό τoιoύτoυς όρoυς και πρoϋπoθέσεις ως τo δικαστήριov θεωρεί δίκαιov, και τo δικαστήριov δύvαται καθ' oιovδήπoτε χρόvov, επί απoδείξει ευλόγoυ αιτίας, vα ακυρώση ή τρoπoπoιήση oιovδήπoτε τoιoύτov διάταγμα. (3) Εάv ήθελε φαvή εις τo δικαστήριov ότι oιovδήπoτε εκδoθέv απαγoρευτικόv διάταγμα δυvάμει τoυ εδαφίoυ (1) εβασίσθη επί αvεπαρκώv λόγωv, ή εάν η απαίτηση του αιτητή με αίτηση του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα αποτύχει ή έχει εκδοθεί απόφαση εναντιόν του συνεπεία παραλείψεως ή άλλως και φανεί στο δικαστήριο ότι δεν υπήρχε πιθανή βάση για την έγερση της απαίτησής του, το δικαστήριο δύναται, εάν νομίζει τούτο πρέπον, με αίτηση του διαδίκου εναντίον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα να διατάξει την καταβολή σ’ αυτόν εύλογης αποζημίωσης για τις δαπάνες και τηv βλάβηv ήτις πρoσεγέvετo εις αυτό διά της εκτελέσεως τoυ διατάγματoς. Πληρωμή απoζημιώσεως δυvάμει τoυ εδαφίoυ τoύτoυ θα είvαι κώλυμα δι' oιαvδήπoτε αγωγήv δι' απoζημιώσεις εv σχέσει πρoς o,τιδήπoτε εγέvετo συvεπεία τoυ διατάγματoς. Και εάv τoιαύτη αγωγή έχη ήδη εγερθή τo δικαστήριov δύvαται vα διακόψη αυτήv κατά τoιoύτov τρόπov και επί τoιoύτoις όρoις, ως ήθελε θεωρήσει τoύτo πρέπov (έντονος τονισμός από εμάς εκεί που πρέπει>.
Οι αρχές επομένως με βάση τις οποίες το Δικαστήριο εκδίδει απαγορευτικά και/ή ενδιάμεσα διατάγματα[1] είναι πολύ καλά γνωστές και έχουν διαμορφωθεί, διατυπωθεί και αναλυθεί σε πληθώρα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου[2].
Τρεις είναι οι προϋποθέσεις/Αρχές που πρέπει να συντρέχουν για την έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος επί τη βάσει της νομολογίας:
Να υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά τη δίκη. Αυτό δεν πρέπει να ερμηνευθεί ότι επιβάλλει οτιδήποτε πέραν από την αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπόθεσης με βάση τα δικόγραφα – τις θέσεις των διαδίκων μερών
Να εμφανίζεται πιθανότητα ο ενάγοντας(αυτός που κινεί την δικαστική διαδικασία/αγωγή) να δικαιούται στην αιτούμενη θεραπεία. Επιβάλλεται στον αιτητή/ενάγοντα να δείξει ότι έχει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας που σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή πιθανότητα, αλλά πάντως κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων
Πρέπει να φανεί στο Δικαστήριο ότι χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Το Δικαστήριο εξετάζει το θέμα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης.
Πέραν των πιο πάνω τριών αρχών, έργο του Δικαστηρίου είναι να σταθμίσει κατά πόσον είναι εύλογο και δίκαιο να εκδώσει ή να διατηρήσει ένα διάταγμα, σε ισχύ[3].
Το Δικαστήριο, κατά το στάδιο που ευρίσκεται η διαδικασία του προσωρινού και/ή απαγορευτικού Διατάγματος, δεν κάνει αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας, ούτε οδηγείται σε εξαγωγή συμπερασμάτων αξιοπιστίας γιατί αυτό θα συμβεί κατά το στάδιο της δίκης/της κυρίας υποθέσεως[4] (καθότι η διαδικασία με το απαγορευτικό – προσωρινό διάταγμα, <τρέχει> με την διαδικασία της κυρίας υποθέσεως – αγωγής). Το τι, φυσικά, θα πρέπει να διαχωριστεί είναι ακριβώς η αναγκαιότητα εξέτασης από το Δικαστήριο κατά πόσο τα ενώπιον του στοιχεία ικανοποιούν τις σχετικές προϋποθέσεις που αναφέρονται ανωτέρω. Και όπως κάθε φορά τονίζουμε και λέμε, η κάθε υπόθεση, φέρει/έχει τα δικά της χαρακτηριστικά γνωρίσματα και ιδιαίτερα περιστατικά που συνακόλουθα αυτό, καταμαρτυρεί πως, σε μία περίπτωση μπορεί να συντρέχουν τα κριτήρια για να εκδοθεί ένα τέτοιο διάταγμα, ενώ σε άλλη περίπτωση, να μην συντρέχουν. Βεβαίως, κριτής, είναι πάντα το Δικαστήριο, αξιολογώντας και αναλύοντας στο βαθμό που πρέπει να κάνει αυτό, τα δεδομένα και την ενώπιον του μαρτυρία.
Βεβαίως, όλοι οι κοινωνοί της Δικαιοσύνης, θα πρέπει να είμαστε φειδωλοί και συνετοί στην χρήση αυτών των μέσων και/ή διαδικασιών και ομολογουμένως θα πρέπει να υπάρχει συγκρατημένη αποδοχή τέτοιων αιτήσεων, κυρίως μονομερώς εκδοθέντων διαταγμάτων καθότι αυτά, προσωρινώς μεν, ουσιαστικώς δε, εκδίδονται κατά παρέκκλιση του Συνταγματικώς κατοχυρωμένου Δικαιώματος της φυσικής δικαιοσύνης και της ελευθεράς προσβάσεως στο Δικαστήριο.
Με αυστηρότητα επομένως, πρέπει να αντικρίζεται η έκδοση διατάγματος μονομερώς. Λόγω και αυτού, στην γνωστή υπόθεση Γρηγορίου[5] τονίζεται το καθήκον του αιτητή, λόγω του στοιχείου της υψίστης πίστεως που καλύπτει αιτήσεις αυτής της μορφής, για αποκάλυψη όλων των ουσιαστικών γεγονότων. Σημειούται δε πως, παράλειψη παρουσίασης τέτοιων γεγονότων ενώπιον του Δικαστηρίου σε μονομερή αίτηση θεωρείται ως είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου. Η αποκάλυψη συναρτάται με την καλή πίστη, η οποία πρέπει να επιδεικνύεται σε κάθε εξαιρετική περίπτωση που επιζητείται θεραπεία στην απουσία αντιδίκου. Το κριτήριο του τι συνιστά ουσιώδες γεγονός είναι αντικειμενικό.
Το στοιχείο δε της εξαπάτησης αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση του διατάγματος λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων[6]. Η αποκάλυψη των πραγματικών και ουσιωδών γεγονότων πρέπει να είναι πλήρης και δίκαιη (full and fair). Συνακόλουθα το τι προκύπτει είναι ότι η σχετική αρχή δεν εφαρμόζεται μόνο όπου ένας αιτητής παραλείπει εντελώς να αποκαλύψει τα γεγονότα αλλά και όπου αυτά εκτίθενται με τέτοιο τρόπο που μπορεί να είναι ελλιπής ή παραπλανητικός, ανεξάρτητα αν αυτό γίνεται εσκεμμένα ή όχι.
Εξάλλου, αυτές είναι και οι δικλείδες ασφαλείας ή ο φραγμός που μπορούν να τεθούν, προκειμένου να ελέγχονται τα κίνητρα και οι σκοποί του αιτούντος προσωρινής προστασίας. Στοιχεία όπως η μη αποκάλυψη των ουσιωδών και η συνακόλουθη έλλειψη καλής πίστης, δίδουν το Δικαίωμα στο Δικαστήριο, να ακυρώσει ή παραμερίσει ή τροποποιήσει ένα μονομερώς εκδοθέν διάταγμα.
Τέλος, στην υπόθεση Ιερά Μητρόπολη Πάφου ν. Aristo Developers Ltd[7], αναφέρονται τα εξής: «Αποτελεί πλέον αξίωμα ότι αν ένας αιτητής δεν προσέλθει στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα είναι ακυρώσιμο χωρίς να εξεταστεί από το Δικαστήριο η ουσία της υπόθεσης. Αυτό διότι ένα προσωρινό διάταγμα έχει τις καταβολές του στο δίκαιο της επιείκειας και η μονομερής αίτηση που εισάγεται θεωρείται υψίστης πίστεως («uberrima fides»[8]).
ΥΓ. Ευχές για υγεία, ουσία, ήθος, εντιμότητα & Δικαιοσύνη, στην ζωή του καθενός ΑΛΛΑ και στην Κοινωνία γενικώς!
[1] Βάσει του έντονου τονισμού στο κείμενο του άρθρου 32
[2] Acropol Shipping Co. Ltd&other v. Rossis (1975) 1 C.L.R.38, Constantinides ν. Μακρυγιώργου κ.ά. (1978) 1 C.L.R.585, Μ.&Μ. Transport v. Εταιρεία Αστικών Λεωφορείων Λεμεσού Λτδ (1981) 1 C.L.R.605, Odysseos v. Pieris Estates κ.ά. (1982) 1 Α.Α.Δ.557
[3] Bacardi v. Vinco, Π.Ε.9295, ημερ.18.7.1996
[4] Δημοκρατία της Σλοβενίας ν. Beogradska Banka D.D., Π.Ε.10042, ημερ.23.2.1999
[5] Ίδε την υποσημείωση με αριθμό 5
[6] Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ.598
[8] Brink's Mat Ltd v. Elcombe (1988) 1 W.L.R.1350, Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ.248, 269-70 και Ahmad Zein v. Παράσχος κ.Καμπανέλλας Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ.606). Η συνολική εικόνα που μεταδίδεται μέσα από την μονομερή αίτηση πρέπει να είναι ορθή στη βάση της χωρίς παραπλάνηση (Χαραλάμπους ν. Petros Michael Exclusif Ltd (2004) 1 A.A.Δ.1953). Έχει επίσης σημασία το πόσο ουσιώδες είναι το τυχόν μη αποκαλυφθέν στοιχείο και κατά πόσο αυτό θα επηρέαζε ή όχι το Δικαστήριο στην έκδοση του διατάγματος