Γιάννης Αγησιλάου: Η σύγχρονη ναοδομία στην Κύπρο
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
14 Ιανουαρίου 2025Το βιβλίο του με θέμα: «Μελετήματα Σύγχρονης Ορθόδοξης Ναοδομίας» παρουσιάζει αύριο Τετάρτη, στο Εκπαιδευτικό Κέντρο του ΕΤΕΚ ο αρχιτέκτονας Γιάννης Αγησιλάου. Μιλώντας στο PafosNet για το τι τον ώθησε να ασχοληθεί με την εξειδικευμένη αυτή πτυχή της αρχιτεκτονικής τέχνης, ο συγγραφέας παρατηρεί ότι κάθε αρχιτέκτονας, είτε είναι ενεργό μέλος της Εκκλησίας είτε όχι, κάποια στιγμή προβληματίζεται για τις εκκλησίες που κτίζονται σήμερα.
Όταν η Εκκλησία έχει δώσει στο παρελθόν αυτά τα σπουδαία έργα για τα λατρευτικά της κτίσματα, γιατί οι εκκλησίες που κτίζουμε σήμερα μετά δυσκολίας μπορούν να χαρακτηριστούν αρχιτεκτονικά έργα; Υπό την έννοια ότι κάθε κτήριο, κάθε κατασκευή δεν είναι κατ’ ανάγκην και αρχιτεκτονική, επισημαίνει.
Η αρχιτεκτονική, μεταξύ άλλων, αναφέρει ο κ. Αγησιλάου, είναι και τέχνη, είναι καλλιτεχνικό έργο και έργο πνευματικής δημιουργίας. Όταν απουσιάζει αυτό το στοιχείο από ένα κτήριο, τότε δεν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε αρχιτεκτονικό έργο. Και πολύ φοβάμαι ότι η σχέση μεταξύ αρχιτεκτονικής και εκκλησίας ως κτήριο στις μέρες μας δεν υπάρχει, εξηγεί:
Να εξηγήσω καταρχήν γιατί θεωρώ ότι οι εκκλησίες που κτίζονται σήμερα δεν είναι αρχιτεκτονικά έργα, υπό την έννοια που ανέφερα προηγουμένως, και, από την άλλη, να εντοπίσω εκείνα τα σταθερά και αμετάβλητα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την αρχιτεκτονική των εκκλησιών μας διαχρονικά, έτσι ώστε χωρίς να χάνουμε αυτό που εκφράζει μία ορθόδοξη εκκλησία, να απελευθερωθούμε από την δυναστεία των επιμέρους μορφών, που είναι απότοκο των υλικών, του τρόπου δόμησης, των τεχνικών δυσκολιών ή κατασκευαστικών περιορισμών παλαιότερων εποχών. Όταν διακρίνουμε το ουσιαστικό, το δογματικό ας το πούμε, από αυτό που δεν έχει δογματικό περιεχόμενο, τότε θα μπορέσουμε ίσως να ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το άφησαν οι προηγούμενοι και ως αρχιτέκτονες αλλά και ως Εκκλησία να ξαναγίνουμε δημιουργικοί.
Πρέπει να επέλθει κάποια αλλαγή, όχι όμως για να συμβαδίζουν οι εκκλησίες με την σύγχρονη αρχιτεκτονική, αλλά για να ξαναγίνουν όπως είπα αρχιτεκτονική. Γιατί οι εκκλησίες μας σήμερα δεν είναι αρχιτεκτονική. Είναι βέβαια κτίσματα, είναι κατασκευές, όχι όμως και αρχιτεκτονική, με την έννοια της καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει. Κατά βάσην, ένα από τα θέματα που εξετάζονται στο βιβλίο είναι το πώς θα ξαναγίνουν οι εκκλησίες μας αρχιτεκτονικά έργα, χωρίς να χάνεται ο συμβολισμός, η κατανυκτική ατμόσφαιρα και ό,τι εκφράζει γενικά μια ορθόδοξη εκκλησία.
Ο Γιάννης Αγησιλάου επισημαίνει επίσης ότι ο αρχιτέκτονας όταν εργάζεται έχει ως βασικά εργαλεία όχι μόνο την ύλη, τα υλικά δηλαδή, αλλά και τον χώρο και το φως. Τα υλικά, ο χώρος (κι όταν λέμε χώρος εννοούμε το «κενό», αυτό που περιβάλλεται από όρια), καθώς και το φως είναι τα βασικά εργαλεία του αρχιτέκτονα σε κάθε εποχή.
Όσον αφορά τα υλικά, αυτά δεν υπάρχουν ανεξάρτητα μεταξύ τους, αλλά συναρμόζονται για να συναποτελέσουν μία κατασκευή, σύμφωνα με τον γνωστό αρχιτέκτονα. Ο τρόπος που τα υλικά συναρμόζονται μεταξύ τους, η φύση των υλικών και οι ιδιότητές τους, δεν μπορεί να είναι άσχετα με την μορφή του κτίσματος, εξηγεί.
Κατ’ ακρίβειαν, η μορφή σε ένα αρχιτεκτονικό έργο γεννιέται και προκύπτει οργανικά και αβίαστα μέσα τα υλικά, τους τρόπους δόμησης, την κατασκευή. Δηλαδή όλα αυτά βρίσκονται σε συμφωνία μεταξύ τους, έτσι που υλικά, δομή και κατασκευή να αποτελούν μία ενιαία και αδιάσπαστη ενότητα. Τα υλικά βέβαια επιλέγονται από τον αρχιτέκτονα ανάλογα με το τι είναι αυτό που θέλει να εκφράσει, ώστε να εξυπηρετούν τον στόχο του. Όταν υπάρχει διάσταση μεταξύ μορφής και κατασκευής, τότε μπαίνει ένα πολύ μεγάλο ερώτημα.
Επίσης, το φως. Το φως είναι δομικό στοιχείο στην αρχιτεκτονική. Πώς το αξιοποιούμε; Το χειριζόμαστε ως εργαλείο, ή απλά προκύπτει;
Ο Γιάννης Αγησιλάου ξεκαθαρίζει ότι το θέμα δεν είναι να ξεφύγουμε από την παράδοση. Από την στιγμή όμως που έχουν διαφοροποιηθεί τα υλικά δομής και ο τρόπος που κτίζουμε τις εκκλησίες μας σήμερα, δεν θα έπρεπε να προβληματιστούμε πάνω σε αυτό που προκύπτει από μια τέτοια πρακτική, διερωτάται.
Δεν θα έπρεπε να σεβαστούμε τα νέα υλικά, να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητές τους, να τα αντιμετωπίσουμε με σοβαρότητα και εντιμότητα, παρά να προσπαθούμε απλώς να τα κρύψουμε; Και όλα αυτά, παραμένοντας μέσα στο πνεύμα της παράδοσης και το δόγμα της ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι όντως μια δύσκολη αλλά ενδιαφέρουσα πρόκληση να εντοπίσουμε ποια είναι τα σταθερά και αμετάβλητα στοιχεία του βυζαντινού ναού, έτσι που να μπορέσουμε να τα διακρίνουμε από τις μορφές που προκύπτουν καθαρά μέσα από τις τεχνικές δυνατότητες και τις μεθόδους κατασκευής της εποχής που αυτές οι μορφές γεννήθηκαν. Δεν απορρίπτεται σε καμία περίπτωση η παράδοση και ο συμβολισμός του βυζαντινού ναού, αλλά το ζητούμενο είναι πώς μέσα από τα υλικά και την γλώσσα του σήμερα θα εκφράσουμε το αιώνιο, το σταθερό και αμετάβλητο, αναφέρει.
Συνοψίζοντας, ο κ. Αγησιλάου επισημαίνει ότι είτε που θα επιστρέψουμε πίσω στην πέτρα και το τούβλο ως το κύριο υλικό δομής, είτε, αν θα συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε το οπλισμένο σκυρόδεμα, θα πρέπει να ενσκήψουμε με σοβαρότητα πάνω στο υλικό μας, ώστε να μην υπάρχει αυτή η διάσταση μεταξύ μορφής και κατασκευής, μεταξύ του «είναι» και του «φαίνεσθαι». Να σεβαστούμε δηλαδή την αλήθεια και την οντολογία του ίδιου του κτίσματος. Όσο δύσκολο κι αν ακούγεται, πιστεύω δεν είναι ακατόρθωτο. Εκείνο που χρειάζεται είναι καταρχήν γνώση, να εντοπίσουμε και να αναγνωρίσουμε το πρόβλημα, και στην συνέχεια να θελήσουμε να το αντιμετωπίσουμε.
Το θέμα δεν είναι απλά αρχιτεκτονικό αλλά και θεολογικό, καταλήγει. Κι εδώ είναι που βρίσκεται η δυσκολία. Η δεξιοτεχνία και η τεχνική κατάρτιση του αρχιτέκτονα, αν και αποτελούν προϋπόθεση, δεν αρκούν. Από την άλλη, αρχιτεκτονική και εκκλησιαστική ζωή έχουν στοιχεία που θεωρώ ότι συμπίπτουν ή συγκλίνουν μεταξύ τους. Όσο εμβαθύνουμε σε αυτούς τους δύο τομείς και αναζητούμε την αλήθεια και την οντολογία των πραγμάτων, τόσο πιο πολύ καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον και τόσο πιο πολύ πλησιάζουμε μεταξύ μας. Και θεωρώ ότι, παρά τις αποκλίνουσες δυνάμεις, υπάρχει σήμερα αναζήτηση, εντιμότητα και αγάπη για την αλήθεια και την ουσία των πραγμάτων τόσο από πολλούς αρχιτέκτονες όσο κι από την ίδια την Εκκλησία.