Pafos Net

Προς μια διατλαντική εταιρική σχέση εμπορίου και επενδύσεων Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΗΠΑ

title image

Γ. Παυλίδης

Λέκτορας Νομικής, Neapolis University Paphos

 

Από το 2013 έως σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ) διεξάγουν εντατικές διαπραγματεύσεις με απώτερο στόχο τη σύναψη μιας συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου, της λεγόμενης Διατλαντικής Εταιρικής Σχέσης Εμπορίου και Επενδύσεων (Τransatlantic Trade and Investment Partnership - TTIP). Τις ημέρες αυτές ολοκληρώθηκε μάλιστα ο 11ος γύρος διαπραγματεύσεων (19-23 Οκτωβρίου 2015), συνεχίζοντας την πρόοδο που σημειώθηκε το καλοκαίρι. Η υπό διαπραγμάτευση TTIP αφορά πολυάριθμους τομείς της οικονομίας και αναμένεται να επηρεάσει την καθημερινότητά μας σε πολλά επίπεδα. Θα άξιζε λοιπόν να αποτελέσει αντικείμενο ουσιαστικότερης πληροφόρησης και συζήτησης και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Είναι αλήθεια ότι στο επίπεδο των δασμών, έχουν ήδη γίνει σημαντικά βήματα για τον περιορισμό της επιβάρυνσης του εμπορίου μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ (εισαγωγικοί δασμοί ύψους σχεδόν 4% κατά μέσο όρο). Εντούτοις, ορισμένα προϊόντα εξακολουθούν να επιβαρύνονται με αρκετά υψηλούς δασμούς, λ.χ. στους κλάδους των τροφίμων, των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, κ.λπ. Σκοπός της υπό διαπραγμάτευση συμφωνίας TTIP είναι να καταργήσει σχεδόν όλους τους εναπομείναντες δασμούς επί του εμπορίου μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, τονώνοντας τις εμπορικές συναλλαγές και ευνοώντας τελικά τους καταναλωτές.

Παράλληλα, όμως, η συμφωνία TTIP στοχεύει και στη μείωση των κανονιστικών εμποδίων για το διατλαντικό εμπόριο, επηρεάζοντας έτσι τη νομοθεσία για την ασφάλεια των τροφίμων, την περιβαλλοντική νομοθεσία, τη νομοθεσία περί χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, κ.λπ. Η φιλοσοφία της νέας συμφωνίας δείχνει να ευνοεί την απορρύθμιση ή την εναρμόνιση με βάση τον κατώτερο κοινό παρονομαστή. Υπό αυτή την έννοια, η σύγκλιση των κανονιστικών ρυθμίσεων δημιουργεί εύλογες ανησυχίες, καθώς η νομοθεσία των ΗΠΑ θέτει συχνά πιο χαλαρά standards από την ευρωπαϊκή, π.χ. στη βιομηχανία των τροφίμων (χρήση γενετικά τροποποιημένων συστατικών, χρήση φυτοφαρμάκων στη γεωργία, χρήση ορμονών στην κτηνοτροφία) ή στη βιομηχανία των καλλυντικών (η λίστα απαγορευμένων χημικών της ΕΕ είναι περίπου 100 φορές μεγαλύτερη από την αντίστοιχη στις ΗΠΑ). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πάντως διαβεβαιώνει ότι τα ευρωπαϊκά πρότυπα δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και ότι η TTIP θα τα διατηρήσει στο σύνολό τους. Αναμένουμε με επιφυλακτικότητα να δούμε πώς θα υλοποιηθεί τελικά αυτή η σύγκλιση.

Αφήνοντας κατά μέρος άλλα σημαντικά ζητήματα, όπως τους φόβους για αναβίωση της διαβόητης ACTA (Anti-Counterfeiting Trade Agreement), θα αναφερθούμε σύντομα στο ζήτημα της απασχόλησης. Σε πρόσφατη ομιλία της (19 Οκτωβρίου 2015), η αρμόδια Επίτροπος της ΕΕ για θέματα εμπορίου εξήρε τη «νέα στρατηγική» που θα διασφαλίσει και θα αυξήσει τις 5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στην ΕΕ που εξαρτώνται από το εμπόριο με τις ΗΠΑ. Ποιος όμως αναμένεται να ωφεληθεί περισσότερο; Το επιχείρημα για αύξηση της απασχόλησης στον ευρωπαϊκό Νότο χάρη στην ανάπτυξη που θα φέρει η ολοκλήρωση της TTIP έχει αμφισβητηθεί από σοβαρές έρευνες (λ.χ. Ces-Ifo), σύμφωνα με τις οποίες τα αναπτυξιακά οφέλη θα είναι ορατά κυρίως στον ευρωπαϊκό Βορρά. Μια τέτοια προοπτική πρέπει σίγουρα να μας προβληματίζει.

Ως προς τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχουν κατηγορηθεί ότι διεξάγουν τις συνομιλίες σε κενό διαφάνειας και λογοδοσίας. Ασφαλώς, είναι θετικό το γεγονός ότι η Επιτροπή δημοσιεύει πλέον αρκετά κείμενα για την πορεία της διαπραγμάτευσης στον ιστότοπό της. Η ποιότητα και η ποσότητα όμως της πληροφόρησης επιδέχονται σίγουρα βελτίωση. Σε κάθε περίπτωση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δεσμευτεί ότι, μόλις καταρτιστεί το τελικό κείμενο της TTIP, θα διαβιβαστεί στις κυβερνήσεις των κρατών μελών, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά και στο κοινό, με ηλεκτρονική δημοσίευση.

Είναι σαφής η πολιτική βούληση των δύο εμπορικών εταίρων να κλείσουν τα κεφάλαια της διαπραγμάτευσης το συντομότερο δυνατό, ίσως και εντός του 2016. Θεωρούμε αυτονόητο ότι η σύναψη TTIP δεν αποτελεί αυτοσκοπό και ότι η συμφωνία δεν πρέπει να επιτευχθεί εσπευσμένα και πάση θυσία, αλλά μόνο εφόσον κάτι τέτοιο διασφαλίζει στην πράξη τα συμφέροντα και τα υψηλά πρότυπα της Ευρώπης.

 

Towards an EU/US Transatlantic Trade and Investment Partnership (TTIP)

G. Pavlidis, Lecturer in Law, Neapolis University Paphos

Since 2013, the European Union (EU) and the United States of America (USA) have conducted intensive negotiations in order to conclude a comprehensive free trade agreement, the so-called Transatlantic Trade and Investment Partnership (TTIP). Recently, the 11th round of negotiations was held (19-23 October 2015), building upon the progress made in the summer. The agreement will cover many sectors of the economy and it is expected to impact on our lives at many different levels; clearly, there is a need for more information and more discussion about the TTIP in both sides of the Atlantic.

Important steps have already been made in order to reduce tariff barriers to EU/US trade (average import tariffs amounting to 4%). However, high tariffs are still levied on some products, for example in the food industry, the textiles industry, etc. The objective of the negotiated TTIP agreement is to remove almost all remaining tariffs on EU/US trade, further stimulating transatlantic trade and favoring consumers.

However, the TTIP agreement also aims at reducing transatlantic regulatory barriers, thus affecting legislation on food safety, environmental legislation, financial services legislation, etc. The TTIP seems to favor deregulation or harmonization towards the lowest common denominator. In this regard, regulatory convergence raises reasonable concerns, as US standards are often more lenient than the European ones, for example in the food industry (hormone-treated beef, use of genetically modified ingredients, use of pesticides in agriculture) or in the cosmetics industry (the EU list of banned substances is about 100 times greater than in the US). The European Commission has asserted that European standards are not negotiable and that the TTIP will retain them in full. However, a high degree of caution is called for, insofar as the eventual implementation of regulatory convergence is concerned.

Leaving aside other important issues, such as the fears for a revival of the infamous ACTA (Anti-Counterfeiting Trade Agreement), we will make a brief reference to the issue of employment. In a recent speech (October 19, 2015), the EU Commissioner for Trade has praised the "new strategy" which will help retain and increase the 5 million jobs in the EU that depend on trade with the US. But who will benefit most? Serious studies (e.g. Ces-Ifo) have shown that the benefits of the TTIP will be visible mostly in the European North, while the increase of employment in the European South seems uncertain. This chronic North-South divide should be an issue of concern for national and EU policy makers.

As regards the negotiation process, concerns were voiced about the lack of transparency and the lack of public scrutiny surrounding the talks between the European Commission and the US government. In a positive development, the Commission now publishes several texts on negotiations progress on its website. The quality and quantity of this information can definitely be improved. In any case, the European Commission has also pledged to make available the whole text of the agreement, once negotiations have been concluded, well in advance of its signature and ratification.

The two trading partners have the political will to finalize the key chapters of the negotiation as soon as possible, perhaps in 2016. However, serious obstacles remain. It goes without saying that the conclusion of the TTIP is not an end in itself, nor should an agreement be reached in haste and at any price, but only if it would ensure EU interests and high standards.