Πολέμι: Η ομιλία του εκπαιδευτικού και μελετητή Νέαρχου Νεάρχου στο εθνικό μνημόσυνο των ηρώων
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
28 Ιουλίου 2019Είναι μεγάλη τιμή για μένα, και σας ευχαριστώ, που με προσκαλέσατε να εκφράσω λόγο επιμνημόσυνο για όσους έδωσαν τη ζωή τους για τους αγώνες ελευθερίας της πατρίδας μας και για τον Ελληνισμό γενικότερα. Οι ήρωες, που σήμερα τιμούμε, είναι:
1955 – 1959: Δημητράκης Θεοδοσίου, Στρατιωτικός
1964: Ανδρέας Μιχαήλ, Μόνιμος υπαξιωματικός
Ανδρέας Λάρδος, Δάσκαλος
Φρίξος Ανδρέου, Οικοδόμος
Δημήτριος Μαυρογένης, Γιατρός
Στέφανος Ζαλούμης, Μαθητής
Τηλέμαχος Χριστοδούλου, Μαθητής
Ανδρέας Θουκυδίδου, Μαθητής
Γιαννάκης Ιωαννίδης, Μαθητής
Νίκος Πολυκάρπου, Μαθητής
1974: Κώστας Σαββίδης, Υγειονομικός
Ανδρέας Θεοδοσίου, Αρχιτέκτονας
Αρέστης Σεργίου, Αστυνομικός
Κλίνουμε ευλαβικά τα γόνατα και αποθέτουμε στη μνήμη τους τα αμάραντα άνθη της ευγνωμοσύνης μας. Δαφνόκλαδα σκορπίζουμε στους τάφους τους. Στους τάφους αυτούς, που πάνω τους φτερουγίζει, σαν αγρυπνούσα Μυροφόρα, η αθάνατη δόξα. Τριγυρίζει η ψυχή της Κύπρου και τους ραίνει με μύρα και λουλούδια. Κλαίει και υμνολογεί συνάμα τα σκοτωμένα της παιδιά, που άφθονο έδωσαν αίμα στο βωμό της ελευθερίας.
Οι τάφοι των αγωνιστών της ηρωοτόκου κοινότητας Πολεμίου επισφραγίζουν τη σταθερή πίστη του Κυπριακού Ελληνισμού στα εθνικά ιδεώδη. Με το καθεχρονικό μνημόσυνό τους εκφράζεται η σταθερή απόφαση για συνέχιση της πορείας, που εκείνοι χάραξαν με το αίμα και τη θυσία τους. Εκφράζεται ακόμα η ακλόνητη προσήλωση και η εμμονή στα ακατάλυτα ιδεώδη της προάσπισης της ελληνικής αυτής γης και της ελευθερίας της.
Κλαίμε για την απώλεια της ζωής τους και συμπάσχουμε στο ανείπωτο δράμα, που βιώνουν όλα αυτά τα χρόνια οι δικοί τους. Ακούμε ακόμα το ζωηρό παλμό της καρδιάς τους, το συγκλονισμό της ψυχής τους. Και είναι τα αισθήματα αυτά ο παλμός του πόνου όλων μας. Είναι ο παλμός της πληγωμένης καρδιάς της Κύπρου. Όταν όμως αναλογιστούμε, ότι με το δικό τους αγώνα και τη θυσία τους απέτρεψαν τους τουρκικούς σχεδιασμούς για την κατάληψη του εδάφους της Τηλλυρίας, με στόχο να το καταστήσουν προγεφύρωμα εισβολής, τότε ρίγη συγκινήσεως και εθνικής περηφάνιας μόνο μπορούμε να αισθανθούμε για τη θυσία τους. Γιατί, στην ιστορική εκείνη μάχη έλαμψε το ψυχικό μεγαλείο των ηρώων, που σήμερα μνημονεύουμε. Αντιστάθηκαν και πολέμησαν, θυσιάστηκαν, αλλά δεν κατέθεσαν τα όπλα τα ιερά. «Όσοι επέζησαν, τα επανέφεραν τιμημένα. Και όσοι απέθαναν, απέθαναν πάνω σ’ αυτά».
Κλαίμε και για κείνους, που μετά από δέκα ακριβώς χρόνια, άδικα έχασαν τη ζωή τους, εξαιτίας του δίδυμου προδοτικού πραξικοπήματος και της βάρβαρης τουρκικής εισβολής, που ακολούθησε. Το κλάμα και η οδύνη έγιναν φωνή αντίστασης, βοή διαμαρτυρίας για την καταπάτηση πατρογονικών εδαφών μας και τη βεβήλωση των ιερών και των οσίων της φυλής μας. Η θυσία τους ήταν απόφαση αγώνα, για να μη προσφερθεί «γη και ύδωρ» στον τουρκικό Αττίλα. Ο αγώνας γινόταν τώρα για τη διάσωση ολόκληρης της Κύπρου. Και βρήκε και πάλι τους νεώτερους ήρωες του Πολεμιού συστοιχισμένους στην πρώτη γραμμή. Μόνο, που η μοίρα κατέβασε και πάλι το καντήλι της ημέρας και με μαύρο πανί σκέπασε τα σπινθηροβόλα μάτια του ήλιου. Ένδειξη, πως κάποια παιδιά, κάποιοι ήρωες έπαψαν πια να τραγουδούν. Έπαψαν να χοροπηδούν στις φλέβες του Έθνους ως ζωντανές υπάρξεις. Ο Χάρος ήρθε και γι’ αυτούς ανύποπτα, το σάβανο ντυμένος. Ωραία και πάλι νιάτα του Πολεμιού κιβούρι γίνηκαν και μνήμα και σταυρός. Κράχτες ήτανε της λευτεριάς και ως εύορκοι στρατιώτες κράτησαν μέχρι τέλους τις επάλξεις.
Η ηρωική κοινότητα του Πολεμιού αποτελούσε πάντοτε εθνική έπαλξη και προπύργιο ελληνικής αρετής και ανδρείας. Στην Τηλλυρία ο αγώνας ήταν υπέρ βωμών και εστιών. Ήταν αγώνας για την ακεραιότητα του νησιού μας. Η θέληση των υπερασπιστών ήταν αγώνας μέχρι θυσίας, για να μη επιτραπεί στους βάρβαρους να πατήσουν τα ελληνικά παράλια της περιοχής. Η απόφασή τους δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η συνέχιση της πορείας, που χαράχθηκε από προηγούμενους εθνικούς αγώνες, όπως ο αγώνας του 1955 -1959, προκειμένου να διαμορφωθεί το μέλλον της Κύπρου, σύμφωνα με τη θέληση και τους πόθους του λαού της.
Στόχος των τουρκικών βομβαρδισμών ήταν ο εκβιασμός της Ελλάδας και της Κύπρου, για να υποκύψουν σε μια φιλοτουρκική λύση, που απεργάζονταν στη Γενεύη οι Αγγλο- Αμερικάνοι και οι Τούρκοι με τους Άτσεσον και Τουομιόγια. Και ήταν φανερόν πια, ότι η Κύπρος περνούσε μια από τις κρισιμότερες περιόδους της ιστορίας της.
Οι Τούρκοι, από το Δεκέμβρη του 1963, κινήθηκαν προσχεδιασμένα και γρήγορα, για να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες και τις αναγκαίες υποδομές για τη διχοτόμηση. Ανάμεσα στα σχέδιά τους ήταν και η δημιουργία ελεγχόμενου θύλακα στην περιοχή Κοκκίνων – Μανσούρας, για να χρησιμοποιηθεί, την κατάλληλη στιγμή, ως προγεφύρωμα σε ενδεχόμενη στρατιωτική αποβατική ενέργεια. Από το Μάρτη του 1964, τουρκικά πλοιάρια, πάνω σε εβδομαδιαία βάση, προσέγγιζαν νύχτα τον κόλπο των Κοκκίνων και αποβίβαζαν Τούρκους αξιωματικούς, Τουρκοκύπριους φοιτητές και άτακτους πλήρως εξοπλισμένους. Οι συγκοινωνίες των ελληνικών περιοχών του Πύργου - Παχυάμμου απειλούνταν άμεσα.
Οι ευρύτερες επιδιώξεις των Τούρκων στην περιοχή έγιναν αντιληπτές, όταν προχώρησαν αρκετά χιλιόμετρα νοτιότερα από το θύλακά τους και κατέλαβαν το απότομο και στρατηγικής σημασίας ύψωμα «Λωρόβουνος». Στις 5 Αυγούστου 1964 οι Σουηδοί ειρηνευτές , που είχαν την ευθύνη της περιοχής, εγκατέλειψαν, χωρίς καμιά προειδοποίηση, το ύψωμα «Ακόνι». Οι Τούρκοι απειλούσαν άμεσα πλέον το Ελληνοκυπριακό χωριό Πηγαίνια. Η επέμβαση της Εθνικής Φρουράς κρίθηκε αναγκαία και εκ των αποτελεσμάτων σωτήρια. Κατέλαβε το ύψωμα «Ακόνι» και στις 7 Αυγούστου, μαζί με εθελοντικά τμήματα, κινήθηκε προς το «Λωρόβουνο». Στις 8 Αυγούστου ο Λωρόβουνος κατελήφθη και οι Τούρκοι τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Οι Ελληνικές δυνάμεις προέλασαν, στη συνέχεια, και κατέλαβαν τη Μανσούρα. Η αποδιοργάνωση και η άτακτη φυγή των Τούρκων από οργανωμένες θέσεις, άφηνε ανοικτή πλέον τη δυνατότητα στις ελληνικές δυνάμεις να καταλάβουν και τα Κόκκινα και να σταματήσει έτσι κάθε επαφή τους με τη θάλασσα.
Στην Τουρκοανταρσία αυτή, του 1963 – 1964, η προσφορά του Λόχου Πολεμιού ήταν μοναδική. Αρχικά συμμετείχε με μια διμοιρία και στη συνέχεια με τον 85ο Λόχο πλήρως στελεχωμένο και καλά εξοπλισμένο. Μαθητές, άλλοι νέοι, δημόσιοι και ιδιώτες υπάλληλοι, μεσήλικοι αγρότες, ακόμα και εξηντάρηδες οικογενειάρχες προσέτρεξαν μ’ ενθουσιασμό και πύκνωσαν τις τάξεις του Λόχου.
Στις 8 Αυγούστου το Αρχηγείο Πάφου ζήτησε από το Διοικητή του Λόχου Πολεμίου να στείλει μια Διμοιρία για ενίσχυση των δυνάμεων, που μάχονταν στην Τηλλυρία. Η επιλογή των εθελοντών αυτών ήταν δύσκολη. Όλοι ήθελαν να λάβουν μέρος. Τελικά, κρίθηκε σωστό να λάβουν μέρος όσοι δεν ήταν παντρεμένοι ή με τις λιγότερες οικογενειακές υποχρεώσεις. Μερικοί όμως αντέδρασαν. Απαίτησαν να συμπεριληφθούν στη Διμοιρία. Κανένας πλέον δεν μπορούσε να τους το αρνηθεί. Το σύνολο των εθελοντών, μαζί με το Διοικητή και τον Υποδιοικητή, ήταν τριάντα δύο. Η πλειοψηφία δεν ήταν παντρεμένοι. Ανάμεσα σ’ αυτούς δεκατρείς ήταν μαθητές του Γυμνασίου Πολεμίου και άλλων Γυμνασίων. Εννέα ήταν κυβερνητικοί υπάλληλοι και οι υπόλοιποι ανήκαν στον ιδιωτικό τομέα.
Με την άφιξη στον Παχύαμμο, η Διμοιρία ανέλαβε αποστολή στην κορυφογραμμή Παχυάμμου – Κοκκίνων. Η εικόνα ήταν χαοτική. Τα προηγούμενα εθελοντικά τμήματα είχαν αρκετές απώλειες κι εγκατέλειπαν άτακτα τις θέσεις τους. Μέσα σ’ αυτό τον κυκεώνα η Διμοιρία κατόρθωσε να φτάσει στον αντικειμενικό της στόχο. Οι Τούρκοι υποδέχτηκαν τα νέα τμήματα με βολές όλμων απόλυτα ακριβείς στις στοχεύσεις τους. Ωστόσο, δεν υπήρχαν απώλειες. Μόνο μικροτραυματισμοί σημειώθηκαν.
Αργά το απόγευμα της 8ης Αυγούστου η Διμοιρία αντικαταστάθηκε από ένα Τάγμα της Λάρνακας. Ήταν όλοι αμούστακα παιδιά, που δεν είχαν προλάβει να ολοκληρώσουν τη βασική τους εκπαίδευση. Η διαταγή έλεγε, ότι η Διμοιρία του Πολεμιού έπρεπε να παραμείνει στην εφεδρεία μέχρι να της ανατεθεί άλλη αποστολή. Στην προσπάθειά της να απαγκιστρωθεί από τις θέσεις της δέχθηκε ομοβροντία όλμων και πολυβολισμών. Δοκίμασε ξανά και ξανά μέχρι που το πέτυχε. Πριν όμως προλάβει να φθάσει στον Παχύαμμο, έκαμε την εμφάνισή της η τουρκική πολεμική αεροπορία. Βόμβες άρχισαν να πέφτουν παντού. Ρουκέτες, πολυβολισμοί έσπερναν αδιάκριτα το θάνατο. Ωστόσο, και πάλι η Διμοιρία δεν είχε απώλειες.
Ώσπου η νύχτα έβαλε προσωρινό τέλος στον αεροπορικό εφιάλτη. Εκεί δίπλα στο χωριό σ’ ένα μικρό ύψωμα στρατωνίστηκαν. Η πρόσκαιρη ανάσα επέτρεψε στο σώμα να απλώσει τα κουρασμένα μέλη του στο καυτερό χώμα και τα βλέφαρα σφράγισαν για λίγο τους οφθαλμούς, κάνοντας έτσι τόπο στον ύπνο να επιβάλει, έστω και για λίγο, την κυριαρχία του. Μόνο όσοι έμειναν φρουροί είχαν τη συνεχή έγνοια. Γιατί τα σημάδια όλα έλεγαν, πως θα διενεργηθεί κανονιοβολισμός από τη θάλασσα. Και ύστερα απόβαση. Τα πλοία του θανάτου ήταν εκεί απλωμένα και καραδοκούσαν. Και ο σκοπός τους ήταν ακόμα άγνωστος.
Πέρασε όμως η νύχτα και τίποτε, απ’ όσα αναμένονταν, δεν συνέβηκε. Οι Τούρκοι αλλιώτικα είχαν σκεφτεί. Ξημέρωσε Κυριακή, 9 Αυγούστου. Η Διμοιρία κατέβηκε από το ύψωμα. Μπήκε σε μια κοιλάδα δίπλα στο χωριό. Ανάμεσα σε πολλές συκιές σκάφτηκαν ορύγματα. Η κάλυψη και η απόκρυψη ήταν εγγύηση για τη ζωή. Έτσι τουλάχιστον νόμιζαν… Ο ήλιος είχε σκαρφαλώσει στο κέντρο του ουρανού κι άρχισε να παίρνει κλίση στη δυτική κατηφόρα του. Και ξαφνικά η ανήσυχη ηρεμία ταράχτηκε. Ο γνώριμος πια θόρυβος των αεροπλάνων βάρεσε και πάλι συναγερμό. Οι βόμβες άρχισαν και πάλι να ξερνούν φωτιά και σίδερο. Οι ρουκέτες έφευγαν σαν αστροπελέκια από τα πλευρά των αεροπλάνων. Τα μυδράλια δούλευαν ασταμάτητα, κεντώντας με τις πύρινες σφαίρες ό,τι είχε την ατυχία να παρεμβληθεί στην τροχιά τους. Η Διμοιρία κρατούσε τις θέσεις της και αισθανόταν ακόμα ασφαλής.
Πέρασαν δυο και πάνω ώρες. Όλοι πίστευαν, πως και τούτο το κακό προσπεράστηκε. Κόντευε να σκάσει ακόμα και αχνό χαμόγελο στα χείλη, όταν τα σιδερένια πουλιά φάνηκαν και πάλι να πλησιάζουν, χαμηλοπετώντας και μουγκρίζοντας σαν βαρυφορτωμένα ζωντανά. Ένα βαρέλι ξέφυγε από τα σπλάχνα του πρώτου αεροπλάνου και κατηφόριζε βιαστικά προς τη γη. Σε δευτερόλεπτα λίγα ένα πουφ ακούστηκε και μαύρος καπνός με κόκκινη λάμψη απλώθηκε ολόγυρα και κατακόρυφα στον ουρανό. Δεύτερο και τρίτο βαρέλι κατρακύλησαν στην κοιλάδα. Και ευθύς αμέσως η ίδια λάμψη και ο ίδιος καπνός σκοτείνιασαν το μέρος.
Λαμπαδιασμένα ανθρώπινα κορμιά άρχισαν να ξεπετάγονται από τις πρόχειρες τρύπες τους. Άλλοι κείτονταν καμένοι στη γη και άλλοι πάλι καμένοι, μα λιγότερο τραυματίες, σφάδαζαν από αφόρητους πόνους. Άλλοι στη θάλασσα μέσα όρμησαν, αναζητώντας το σωτήριο αντίδοτο της φωτιάς, που τους τσουρούφλιζε τη σάρκα. Μάταια όμως. Η φονική επιστήμη είχε προβλέψει και το ενδεχόμενο αυτό.
Τα σώματα έλιωσαν σαν τα φλεγόμενα κεριά. Η ψυχή μόλις και πρόλαβε να δραπετεύσει από τα πυρπολημένα κουφάρια έξι μαχητών. Για άλλους τρεις πολέμησε μέρες αρκετές. Το κατοικητήριο όμως της ψυχής δεν άντεξε. Και η θεία πρόνοια ανέβασε τις ψυχές τους στα επουράνια. Εκεί στο απέραντο γαλάζιο, όπου οι ψυχές όλων των αθανάτων αναπαύονται. Άλλοι έξι στάθηκαν πιο τυχεροί. Έδωσαν τη μάχη της ζωής και την κέρδισαν. Τα διακριτικά του ηρωισμού τους έμειναν αποτυπωμένα στο σώμα και στην ψυχή τους. Βέβαια, η προσφορά και η αντρειοσύνη των υπόλοιπων της Διμοιρίας δεν υπολείπεται τιμής και αναγνώρισης. Πέρασαν το καμίνι και δεν λύγισαν. Η φωτιά του πολέμου ατσάλωσε την ψυχή τους. Και άντεξαν. Ο σπαραγμός από το χαμό των συναγωνιστών και φίλων, όσο κι αν τους λύπησε, δεν τους συνέτριψε. Κι αν προ στιγμής γονάτισαν, ήταν για να αρπάξουν από χάμω το σπαθί και να ορμήσουν και πάλι στη μάχη.
Παρόμοια ήταν και η θυσία των Κώστα Σαββίδη και Ανδρέα Θεοδοσίου στη μάχη κατά των Τούρκων στην Πόλη Χρυσοχού, καθώς και του Αρέστη Σεργίου στην Ανδρολύκου, το 1974. Κι αυτών η θυσία είναι ένα ακόμα δείγμα της προσφοράς αυτού του χωριού στους αγώνες ελευθερίας της Κύπρου. Η ίδια τιμή τους πρέπει, γιατί αυτόβουλα ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της πατρίδας και έπεσαν ανθιστάμενοι κατά της τουρκικής βίας και βαρβαρότητας. Με τη θυσία τους εξέφρασαν τη θέση, την αντίθεση και την αντίστασή τους ενάντια στη Χούντα και προστάτευσαν την Κυπριακή Δημοκρατία. Διαδήλωσαν την προσήλωσή τους στη Δημοκρατία και στην έννομη τάξη.
Μπορεί η θυσία τους να μη δικαιώθηκε και η κατοχή να μας υπενθυμίζει καθημερινά τους κινδύνους, που διατρέχουμε. Αλλά παρέμεινε ζωντανή η ελπίδα. Υπάρχει ακόμα η Κυπριακή Δημοκρατία. Και η διαφύλαξή της είναι η ελάχιστη ανταπόδοση σ’ αυτούς, που έδωσαν ό,τι πολυτιμότερο είχαν. Πάνω στα ιερά κόκκαλα τα δικά τους οικοδομήθηκε η Δημοκρατία. Και είναι καλό να το θυμούνται όσοι σήμερα διαπραγματεύονται τις τύχες και το μέλλον του ελληνισμού σ’ αυτό το νησί.
Σήμερα, βρισκόμαστε εδώ, για να τιμήσουμε αυτούς τους ήρωες. Να στεφανώσουμε τις κεφαλές μας με το φωτοστέφανο της δικής τους αθανασίας. Με το ξεχείλισμα της ψυχής μας να εκφράσουμε την αιώνια ευγνωμοσύνη μας. Ο δικός τους θάνατος είναι κληρονομιά της αιώνιας, της αθάνατης ζωής. Στη λεωφόρο της αθανασίας, που αυτοί άνοιξαν, στην άκρη έστησαν το έπαθλό της. Όσοι την αιωνιότητα ποθούν, ας γίνουν δρομείς μέσα στον ανεξάντλητο δρόμο κι ας πιάσουν τη σκυτάλη από τα χέρια τους. Είναι καθήκον και υποχρέωσή μας. Ιδίως τώρα, που η απειλή είναι άμεση και ο εχθρός στην πόρτα μας.
Ο ποιητής Αντώνης Πιλλάς, στο ποίημά του «Φωνές της γης μου», μ’ ένα λυρικό και ευχετήριο τόνο, αυτή την προσδοκία εκφράζει: Η θυσία τους να εξυπηρετήσει τη λευτεριά της Κύπρου:
« Γη που σε δόξασαν κάνε το χώμα σου ελαφρύ,
νάναι οι ψυχές τους σαν κάτω από θόλο εκκλησιάς,
ν’ ανθοβολήσεις γη μύρα και πασχαλιές
στη λιτανεία της πιο μεγάλης σου άνοιξης,
για να βαφτίσουμε τα όνειρά μας
αγιασμένα απ’ το αίμα τους,
σε λεύτερες αυγές και σε βαθιές αγρύπνιες».
Μακάρι βροχή και άνεμος ποτέ να μη σκορπίσει το χώμα το μακάριο που τώρα τους σκεπάζει. Για να μένουν οι τάφοι αυτοί το προσκύνημα των νέων γενιών. Από γενεάν εις γενεάν…
Ας είναι αιωνία η μνήμη τους…