Περί των παρεμβάσεων του Δικαστηρίου κατά την δικαστική διαδικασία
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
23 Οκτωβρίου 2019Θεοχαρίδου Κ. Καλυψώ
ΔΙΑ ΘΕΟΧΑΡΙΔΟΥ Κ. ΚΑΛΥΨΩ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΕΠΕ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ – ΝΟΜΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ
ΛΕΥΚΩΣΙΑ & ΠΑΦΟΣ
Πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ασχολείται με το πιο πάνω θέμα. Ειδικότερα, ως λόγος έφεσης, από τον εφεσείοντα, προκειμένου η έφεση τού να επιτύχει, ήταν μεταξύ άλλων, οι παρεμβάσεις του φυσικού προσώπου – Δικαστού, κατά την δικαστική διαδικασία.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, σε αιτιολογημένη απόφαση του, έκρινε πως, ο λόγος έφεσης, ο συγκεκριμένος, δεν ευσταθεί, με αποτέλεσμα η έφεση να απορριφθεί, καταδικάζοντας τον εφεσείοντα στα έξοδα της κατ έφεση δίκης.
Πλούσια η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για το πιο πάνω θέμα. Στην απόφαση Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 1)[1] έγινε επίκληση της πλέον χαρακτηριστικής απόφασης στην υπόθεση Evangelou & Another v. Ambizas and Another[2] όπου λέχθηκαν τα κάτωθι:«Although a judge may intervene in order to ensure that the proceedings follow the course ordained by the rules of evidence and procedure, he must avoid interfering beyond the limits indicated above, and especially refrain from passing unnecessary comments that may create the impression of his descending into the arena of trial. A judge must invariably distance himself from the conflict that unfolds before him and maintain strictly his arbitral position throughout the proceedings[3]. Any departure from this stance of aloofness may compromise, in the eyes of the litigants, as well as third parties, his impartiality. It is upon the unquestionable impartiality of the judiciary that the rule of law rests[4].»
Ένας Δικαστής, ως η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφέρει, έχει τη διακριτική ευχέρεια παρέμβασης προς κατοχύρωση και εφαρμογή των κανόνων της αποδοχής μαρτυρίας και της ορθής διαδικασίας. Αυτό δε, που είναι μεμπτό, είναι η υποβολή ερωτήσεων ή παρατηρήσεων μέσω των οποίων δίδεται η εντύπωση της εγκατάλειψης της διαιτητικής του ιδιότητας, κατά παράβαση της υποχρέωσής του να τηρεί μια ανεξάρτητη και αμερόληπτη στάση έναντι των διαδίκων[5].
Όπως έχει τονισθεί από τον Δικαστή Denning στην απόφαση Jones v. National Coal Board (1957) 2 All E.R. 155 της οποίας χρήση γίνεται πιο πάνω: «Ο ρόλος του Δικαστή είναι να ακούσει τη μαρτυρία και ο ίδιος να υποβάλλει ερωτήσεις στους μάρτυρες όταν αυτό είναι αναγκαίο για να διευκρινιστεί οποιοδήποτε σημείο το οποίο έχει αγνοηθεί ή παραμείνει σκοτεινό, για να διασφαλίσει ότι οι δικηγόροι συμπεριφέρονται κόσμια και τηρούν τους κανόνες που έχουν τεθεί από το Νόμο, να αποκλείσει άσχετα ζητήματα και να αποθαρρύνει τις επαναλήψεις, να το καταστήσει βέβαιο με σοφές παρεμβάσεις ότι παρακολουθεί τα σημεία τα οποία θίγουν οι δικηγόροι και μπορεί να αξιολογήσει την αξία τους, και στο τέλος να αποφασίσει πού έγκειται η αλήθεια. Εάν τα υπερβεί αυτά, αποβάλλει το μανδύα του δικαστή και περιβάλλεται τη δικηγορική τήβεννο. Η αλλαγή δεν του πηγαίνει. Ο Lord Chancellor Bacon μίλησε σωστά όταν είπε: "Η υπομονή και το να ακούεται κάποιος με σοβαρότητα είναι απαραίτητα μέρη της δικαιοσύνης, και ένας ομιλητικός δικαστής είναι ένα μη καλοκουρδισμένο κύμβαλο.»
Οι όποιες παρεμβολές, εν κατακλείδι, του Δικαστού, που δεν οδηγούν σε παραβίαση οποιουδήποτε δικαιώματος του Εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη, ούτε έχουν ως αποτέλεσμα ανεπίτρεπτο επηρεασμό των δικαιωμάτων του ή εκτροχιασμό της ορθής διαδικασίας, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως παρεμβολές ανεπίτρεπτες και/ή ικανές να στηρίξουν λόγο έφεσης, συγκεκριμένο.
[1] (1998) 1 ΑΑΔ 634, 646
[3] See, Jones v. National Coal Board [1957] 2 All E.R. 155, and Yianni v. Yianni [1966] 1 All E.R. 231
[4] See, Duport Steels Ltd. & Others v. Sirs and Others [1980] 1 All E.R. 529 (H.L.)
[5] Κλεάνθους ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 31, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κλεάνθους κ.ά. (1999) 2 ΑΑΔ 320