O Καθηγητής Βλιάμος στο PafosNet: Ανησυχητικές οι διεθνείς νομισματικές εξελίξεις
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
17 Δεκεμβρίου 2019Οι νομισματικές εξελίξεις που σηματοδοτούν οι κινήσεις του Προέδρου των ΗΠΑ είναι ανησυχητικές ενόψει και της συγχρονισμένης επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας το 2020, εκτιμά ο Κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών Επιστημών και Διοίκησης του Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου, και Ομότιμος Καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Σπύρος Βλιάμος.
Σε σημερινή συνέντευξη του στο PafosNet, ο καθηγητής Βλιάμος τονίζει ότι η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, που ξέσπασε μετά την κατάρρευση της Lehman τον Σεπτέμβριο του 2008, δημιούργησε τις συνθήκες για διεθνή συνεργασία σε πολιτικό, οικονομικό και θεσμικό επίπεδο, διαμορφώνοντας παράλληλα ένα κυρίαρχο κοινό συμφέρον για τους τρεις ισχυρότερους πόλους του συστήματος: τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Αμερική, την Κίνα στην Ασία και τη Γερμανία στην Ευρωζώνη.
« Το κοινό αυτό συμφέρον ήταν η διατήρηση της σταθερότητας του δολαριοκεντρικού διεθνούς νομισματικού συστήματος, το οποίο οικοδομήθηκε με τις διευθετήσεις που έλαβαν χώρα μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου», εξηγεί. « Σε πρόσφατη συνέντευξη στους Financial Times, ο Μπενουά Κερέ, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), υπογραμμίζει το είδος της παγκόσμιας συνεργασίας που επιτεύχθηκε μετά το ξέσπασμα της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής κρίσης, όταν οι νομισματικές αρχές των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της Κίνας διοχέτευσαν τεράστια ποσά προκειμένου να αντιμετωπίσουν την μεγάλη ύφεση της διεθνούς οικονομίας. Το πλαίσιο συνεργασίας ανάμεσα στο τρίγωνο ΗΠΑ – Γερμανία (Ευρωζώνη) – Κίνα, που έλαβε χώρα μέσα από τις ενέργειες και θεσμικές λειτουργίες των μεγάλων κεντρικών τραπεζών καθώς και τις διευθετήσεις των ισχυρών παικτών του διεθνούς συστήματος, προκειμένου να διατηρηθεί το status quo του αμερικανικού δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, ονομάζουμε «νομισματική ειρήνη».
Η επιδίωξη της «νομισματικής ειρήνης» αφορούσε στη διαφύλαξη του διεθνούς νομισματικού καθεστώτος (regime) που υπήρχε πριν την κρίση. Το καταστατικό της ΕΚΤ δεν προέβλεπε ούτε τη λειτουργία δανειστή έσχατης προσφυγής ούτε τη δυνατότητα απευθείας χρηματοδότησης κρατικού χρέους σε χώρες της Ευρωζώνης που αντιμετώπιζαν πρόβλημα. Οι μακροοικονομικές ανισορροπίες εξαιτίας των δίδυμων αμερικανικών ελλειμμάτων, εμπορικού και προϋπολογισμού, καθώς και η συσσώρευση αμερικανικού χρέους από την Κίνα, προκάλεσαν έντονο φόβο για το δολάριο μόλις κατέρρευσε η Lehman».
Η επαπειλούμενη διατάραξη της εύθραυστης χρηματοπιστωτικής ισορροπίας δημιούργησε την ανάγκη συμφωνίας των μεγάλων δυνάμεων για «νομισματική ειρήνη», τονίζει ο κ. Βλιάμος:
« Μέχρι και σήμερα, στον νομισματικό άξονα της «Κιμερικής», βάσει του νεολογισμού «Chimerica» (China + America) του ιστορικού του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, Νίαλ Φέργκιουσον), οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να χρειάζονται τα κεφάλαια της Κίνας για να διατηρούνται χαμηλά τα μακροπρόθεσμα επιτόκια του δολαρίου, ενώ η Κίνα χρειάζεται τη νομισματική σταθερότητα των ΗΠΑ έχοντας ελεγχόμενα προσδεδεμένο το κινεζικό νόμισμα και εισάγοντας την αμερικανική νομισματική πολιτική στην εγχώρια οικονομία της.
Όπως εξηγεί ο Τζωρτζ Φρίντμαν στο βιβλίο του «Σημεία ανάφλεξης», η ύπαρξη κοινών οικονομικών συμφερόντων μεταξύ δύο χωρών συνδέεται πάντοτε με την ανησυχία μήπως η μία πλευρά επιδιώξει να εκμεταλλευτεί τη θέση της, αποσυρθεί από τη σχέση αυτή για να πάει με κάποιον άλλον, ή δεν καταφέρει να τηρήσει τις συμφωνημένες δεσμεύσεις. Η αλληλεξάρτηση, συμπεραίνει ο ίδιος, μπορεί να δημιουργήσει είτε ασφάλεια, είτε ανασφάλεια και πόλεμο».
Στο πλαίσιο αυτό, οι παρεμβάσεις που συνηθίζει να κάνει ο Αμερικανός πρόεδρος μέσω του Twitter ήταν, στην περίπτωση των επικεφαλής των δύο μεγαλύτερων κεντρικών τραπεζών του πλανήτη, όχι μόνον ασυνήθιστες αλλά και πολιτικά άστοχες, σύμφωνα με τον Κοσμήτορα του Νεάπολις.
« Μάλιστα ο Πρόεδρος Τραμπ συνέδεσε την εν λόγω πρακτική με εκείνη της Κίνας, επισημαίνοντας ότι τα κράτη-μέλη του ευρώ υιοθετούν συστηματικά επί χρόνια την πολιτική αυτή αλλά γλιτώνουν τις συνέπειες», τονίζει. « Αλλά και σε ό,τι αφορά την ίδια την οικονομία των ΗΠΑ, ο Αμερικανός πρόεδρος είχε αντιδράσει με πρωτοφανή τρόπο στην ομιλία του επικεφαλής της Fed, Τζερόμ Πάουελ, στο ετήσιο συμπόσιο που διεξήχθη στα τέλη Αυγούστου στο Τζάκσον Χολ του Ουαϊόμινγκ. Συγκεκριμένα, η σαφής προειδοποίηση του κεντρικού τραπεζίτη για ενδεχόμενη επιδείνωση της κατάστασης της διεθνούς οικονομίας εξαιτίας της αβεβαιότητας που προκαλούν οι εμπορικές διενέξεις, έκανε τον Τραμπ να διερωτηθεί δημοσίως μέσω του Twitter αν ο άνθρωπος που ο ίδιος διόρισε επικεφαλής της Fed είναι «μεγαλύτερος εχθρός» από τον πρόεδρο της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ. Έναν περίπου μήνα αργότερα, μετά την ανακοίνωση της Fed για μείωση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης (-0,25%), ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος επετέθη φραστικά στον Πάουελ, χαρακτηρίζοντας τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας «φριχτό επικοινωνιακό τύπο», επειδή δεν μείωσε νωρίτερα και περισσότερο τα αμερικανικά επιτόκια».
Στην παρούσα συγκυρία είναι πρόωρο να μιλάμε για νομισματικό πόλεμο, εκτιμά ο καθηγητής Βλιάμος.
« Για τη διατλαντική νομισματική ισορροπία», επισημαίνει, « υφίσταται το παράδοξο που επισημαίνει ο Νομπελίστας οικονομολόγος, Χριστόφορος Πισσαρίδης, ότι η Αμερική ακολουθεί επεκτατική πολιτική, αυξάνοντας το δημόσιο χρέος σε μια εποχή που ήδη η ανάπτυξη είναι υψηλή, ενώ η Γερμανία επιβάλει μια πολιτική λιτότητας σε ολόκληρη την Ευρωζώνη σε μια εποχή κρίσης και ανάπτυξης ισχνής. Και οι δύο χώρες, δηλαδή, πράττουν τα αντίθετα από αυτά που υποστήριξε ο Κέινς, με αποτέλεσμα να συσσωρεύουν προβλήματα στην παγκόσμια οικονομία.
Σε αυτό το πλαίσιο η καλύτερη απάντηση είναι ο σεβασμός, από τους πολιτικούς ηγέτες, της θεσμικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών. Βεβαίως, όπως υποδεικνύει ο πρώην αντιπρόεδρος της Fed, Στάνλεϊ Φίσερ, ακόμη και μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα που μπορεί να πάρει μια πιο μακροπρόθεσμη και απολιτική άποψη για το τι είναι καλό για την οικονομία, οφείλει να συνηθίσει στην ιδέα της συνεργασίας με την κυβέρνηση σε τομείς αμοιβαίου ενδιαφέροντος. Τόσο η εγχώρια όσο και η διεθνής συνεργασία είναι πολύτιμη. Το ίδιο και η «νομισματική ειρήνη».