Η Ποινική Μεταχείριση των Ανήλικων. Ένα ζήτημα που «δοκιμάζει» τα όρια της ποινής
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
27 Μαρτίου 2022
Δρ Άρτεμις Δ. Σαββίδου Επίκουρη Καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας, Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφος Διευθύντρια Εργαστηρίου Ποινικού και Ποινικού Δικονομικού Δικαίου NUP
Θεμελιώδη εκδήλωση της αρχής αναλογικότητας, αλλά και βασικό πρόβλημα – ερώτημα αντεγκληματικής πολιτικής που συνδέεται άρρηκτα και με το εν γένει ζήτημα των σκοπών της ποινής σε κάθε σύγχρονη ποινική νομοθεσία αποτελεί η ειδική μεταχείριση των ανηλίκων δραστών. Ο ανήλικος, ως ατελής ακόμη προσωπικότητα αντιμετωπίζεται ως ειδικής κατηγορίας δράστης, τόσο στο πεδίο της ίδια της κατάφασης της ενοχής, όσο και σε αυτό της επιλογής του προσφορότερου και αναλογικά ολιγότερο βλαπτικού μέτρου. Σε κάποιες δε νομοθεσίες καθορίζεται και ειδικό καθεστώς έκτισης των ποινικών μέτρων που επιβάλλονται σε βάρος του. Αξιοσημείωτο ως προς τη σημασία της αναλογικότητας που αφορά την παραβατικότητα των ανηλίκων είναι το γεγονός ότι η αρχή κυριαρχεί ακόμα και όταν ο ανήλικος δεν είναι ο δράστης αλλά το θύμα ενός εγκλήματος, ακόμα και ενός σοβαρού όπως η παιδική πορνογραφία, όπου η ευπάθεια παραβιάζεται ιδιαίτερα. Η αναλογικότητα στην επιβολή κυρώσεων έχει ιδιαίτερη σημασία εάν ένα μοντέλο πρόνοιας πρέπει ακόμα να εφαρμοστεί ως πρωταρχικό όσον αφορά τους ανήλικους παραβάτες/την νεανική παραβατικότητα. Το Δίκαιο Ανηλίκων ανάγεται επιστημολογικά στην Εγκληματολογία, στο Δίκαιο των Κυρώσεων, στην Ψυχολογία, στην Κοινωνιολογία, προϋποθέτει το Ποινικό Δίκαιο, λαμβάνει υπόψη την Ανακριτική Επιστήμη (modusoperandi, τεχνικές διάπραξης των εγκλημάτων από νέους κ.ά.) και προϋποθέτει ειδικές ρυθμίσεις της Ποινικής Δικονομίας και της Σωφρονιστικής. Το ζήτημα δε τη ποινικής μεταχείρισης των ανηλίκων δραστών ποινικών αδικημάτων ρυθμίζεται πλέον κι από σειρά διεθνών κειμένων, που σε μεγάλο βαθμό δεσμεύουν ή επιδρούν αναγκαστικά και στην νομοθεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τα βασικότερα διεθνή κείμενα (συμβατικού και μη συμβατικού χαρακτήρα) που αναφέρονται ειδικά στη μεταχείριση των ανηλίκων παραβατών, τα οποία ονομαστικά και μόνο αναφέρονται στο παρόν κείμενο ελλείψει χώρου, είναι τα ακόλουθα: α) Διεθνή κείμενα συμβατικού χαρακτήρα: i. Η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, ii. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση των δικαιωμάτων των παιδιών, iii. Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. β) Διεθνή κείμενα μη συμβατικού χαρακτήρα: i. Οι στοιχειώδεις κανόνες για την απονομή δικαιοσύνης σε ανήλικους (πρόκειται για τους ονομαζόμενους «Κανόνες του Πεκίνου»), ii. Οι κατευθυντήριες γραμμές για την πρόληψη της παραβατικότητας των ανηλίκων (γνωστές και ως «Κατευθυντήριες γραμμές του Ριάντ»), iii. Οι κανόνες για την προστασία των ανήλικων που έχουν στερηθεί την ελευθερία τους, iv. Κείμενα του Συμβουλίου της Ευρώπης (η Απόφαση (78) 62 «Παραβατικότητα των ανηλίκων και κοινωνικές αλλαγές», η Σύσταση R (87) 20 «Κοινωνικές αντιδράσεις στην παραβατικότητα των ανηλίκων», η Σύσταση R (88) 6 «Κοινωνικές αντιδράσεις στην παραβατικότητα των ανηλίκων που κατάγονται από οικογένειες μεταναστών»). Από τα παραπάνω είναι εμφανής η θεσμική κινητικότητα σε διεθνές επίπεδο με στόχο να τονιστεί η ανάγκη για ιδιαίτερη μεταχείριση της ανήλικης παραβατικότητας: ο ανήλικος δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μικρογραφία του ενηλίκου, συνεπώς η μεταχείρισή του θα πρέπει να αντιστοιχεί όχι μόνο στην ηλικία του και την ωριμότητά του, αλλά στους ιδιαίτερους στόχους που θα πρέπει να επιδιώκει. Τα παραπάνω διεθνή κείμενα, με την ιδιότητά τους και ως εσωτερικά νομοθετήματα αυξημένης ή μη τυπικής ισχύος, καθώς και οι αρχές οι οποίες τα διέπουν αποτελούν τον βασικό γνώμονα θέσπισης νομοθετημάτων και διατάξεων από τον εθνικό νομοθέτη, αλλά και αυθεντικό εργαλείο ερμηνείας για τον εφαρμοστή του δικαίου. Οι βασικές αρχές για τη μεταχείριση των ανηλίκων δραστών: από τον 19ο αιώνα και κάτω από την επίδραση των θετικιστικών αντιλήψεων επικράτησε η προοδευτική άποψη πως τα παιδιά και οι έφηβοι ήταν «fragile»και «guildless» και προς τούτο, απαιτείτο η επίδειξη μιας ιδιαίτερης προσοχής και φροντίδας. Ο θεσμός λοιπόν των δικαστηρίων ανηλίκων εγκαθιδρύθηκε για να αποεγκληματοποιήσει την παραβατική συμπεριφορά των παιδιών και για να μεταχειριστεί τους ανήλικους δράστες με ένα προσωπικό και επανακοινωνικοποιητικό τρόπο. Σήμερα επικρατεί η θέση ότι τα δικαστήρια ανηλίκων και οι φυλακτικοί σωφρονιστικοί θεσμοί θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως «ultimunrefugium» και εφόσον προηγουμένως έχουν εξαντληθεί όλα τα άλλα θεσμικά-αντεγκληματικά μέτρα και οι ηπιότερες λύσεις. Πρόκειται για το δόγμα της «μη παρέμβασης» που συμπυκνώθηκε στην ποινικοσωφρονιστική πολιτική «hands-off». Η πολιτική αυτή συνίσταται στην καθιέρωση προγραμμάτων και μέτρων αποεγκληματοποίησης (decriminalization) εκτροπής (diversion), με την έννοια της παράκαμψης της ποινικής δικαιοσύνης, αποϊδρυματοποίησης (deinstitutionalization) και τήρησης των τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων εφαρμογής του δικαίου ανηλίκων (dueprocess). Αυτή είναι μάλλον η κρατούσα ποινική τάση σήμερα σε διεθνές επίπεδο. Τα ισχύοντα στην Κυπριακή Δημοκρατία: Καταρχήν, «ανήλικος» στην κυπριακή νομοθεσία θεωρείται ως κάθε άτομο που δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των 18 ετών. Σύμφωνα με το άρθρο 14 του Ποινικού Κώδικα (Κεφάλαιο 154) της Κυπριακής Δημοκρατίας, ποινική ευθύνη για παράνομη πράξη ή παράλειψη έχει πρόσωπο το οποίο έχει συμπληρώσει το 14ο έτος της ηλικίας του. Επομένως, αυτό σημαίνει ότι κάθε άτομο που δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των 14 ετών είναι ποινικά ανεύθυνο. Στην κυπριακή νομοθεσία, υπάρχουν διάσπαρτες σε νομοθετικά κείμενα διατάξεις που ισχύουν μόνο για ανήλικους παραβάτες και αφορούν την ποινολογική τους μεταχείριση (π.χ. στον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών (Τροποποιητικό) Νόμο του 1992, ο οποίος διαφοροποιεί την μεταχείριση ατόμων ηλικίας κάτω των 25 ετών που καθίστανται παραβάτες για πρώτη φορά και το αδίκημα τους συνδέεται με την προσωπική χρήση ναρκωτικών) ή τη μεταχείρισή τους μετά την επιβολή ποινής (π.χ. ο νόμος για την αποκατάσταση των καταδικασθέντων, Ν. 70/81 όπως τροποπ. το 2004, που ρυθμίζει με μεγαλύτερη επιείκεια τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι προηγούμενες καταδίκες διαγράφονται στην περίπτωση νεαρών ατόμων μέχρι την ηλικία των 21 ετών. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις η αποκατάσταση καταδίκης νεαρών ατόμων είναι άμεση). Υπάρχουν επίσης και άλλες διατάξεις είτε συνταγματικής είτε νομοθετικής περιοπής που εγγυώνται δικαιώματα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι διατάξεις αυτές είναι ίδιες με αυτές των ενηλίκων π.χ. άρθρο 12 Κυπρ.Σ. (τεκμήριο αθωότητας, κατ’ ελάχιστον όρο δικαιώματα κατηγορουμένου), άρθρο 11 Κυπρ.Σ. (δικαίωμα ελευθερία με εξαίρεση τις ρητώς προβλεπόμενες από το Σύνταγμα περιπτώσεις, πληροφόρηση δικαιωμάτων, υπηρεσιών διερμηνείας), ο περί των Δικαιωμάτων Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Τελούν υπό Κράτηση Νόμο του 2005, Ν.163(Ι)/2005 (ενιαίοι κανόνων για τις συνθήκες κράτησης, την ευημερία και την αξιοπρεπή μεταχείριση των συλληφθέντων και των κρατουμένων, δικαίωμα άμεσης επικοινωνίας με δικηγόρο της επιλογής τους, και με την οικογένεια / συγγενείς / άλλο πρόσωπο που θα υποδείξουν, και σε περίπτωση αλλοδαπού προσώπου, με την Πρεσβεία του ή το Προξενείο, ή σε περίπτωση που δεν υπάρχει διπλωματική αποστολή της χώρας στη ∆ηµοκρατία, µε το Γραφείο του Επιτρόπου ∆ιοικήσεως, δικαίωμα σε ιατρική εξέταση και θεραπεία, υποχρεώσεις των μελών της Αστυνομίας, να ενημερώνουν τον συλληφθέντα για τα δικαιώματά του και να διευκολύνουν την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων αυτών πριν από την έναρξη της ανάκρισης, δικαίωμα επισκέψεων από συγγενείς, συναντήσεις με δικηγόρο κ.α) με παραλλαγές ενίοτε για τους ανήλικους (στον ίδιο νόμο, για ανήλικους κάτω των 18 ετών o νόμος προβλέπει επιπλέον την υποχρέωση της Αστυνομίας να ενημερώνει αμέσως τους γονείς ή κηδεμόνες για τη σύλληψη ή κράτηση και τους λόγους για αυτή -ανεξάρτητα από την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του ανηλίκου μαζί τους- και εάν παραστεί ανάγκη, την ενημέρωση και των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας της Δημοκρατίας, ότι η ανάκριση διεξάγεται στην παρουσία του δικηγόρου του ανηλίκου, ότι οι γονείς ή οι κηδεμόνες έχουν το δικαίωμα να είναι παρόντες κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας και κατά τις συναντήσεις του ανηλίκου με τον δικηγόρο του, ή κατά τη διάρκεια της ιατρικής εξέτασης ή θεραπείας, ότι οι ανήλικοι κρατούνται χωριστά). Ειδικότερα: Νόμοι που αφορούν ανήλικους παραβάτες (απλή αναφορά ελλέιψει χώρου με εκτενέστερη αναφορά στον πρόσφατο Νόμο 55(Ι)/21): Ο περί Αδικοπραγούντων Ανηλίκων Νόμος, Κεφάλαιο 157, Ο περί Κηδεμονίας και Άλλων Τρόπων Μεταχείρισης Αδικοπραγούντων Νόμος (46(I)/1996), Ο περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμος του 1981 (Ν. 70/1981), Ο περί Παίδων Νόμος, Κεφάλαιο 352, Ο περί των Δικαιωμάτων Ύποπτων Προσώπων, Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Προσώπων που Τελούν υπό Κράτηση Νόμος του 2005 (Ν. 163(I)/2005). Ο περί Παιδιών σε Σύγκρουση με το Νόμο, Νόμος του 2021 (Ν. 55(Ι)/21): Η Δημοκρατία κατάφερε πρόσφατα να θεσπίσει ειδικό θεσμικό πλαίσιο, τον Ν. 55(Ι)/21, αναφορικά με την πρόληψη της παιδικής παραβατικότητας και τη μεταχείριση των παιδιών σε σύγκρουση με το νόμο στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, σύμφωνο με τις διεθνείς υποχρεώσεις της, όπως αυτές απορρέουν τόσο από τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού όσο και από πληθώρα άλλων διεθνών κειμένων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, του Συμβουλίου της Ευρώπης αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το σημαντικό αυτό νομοθέτημα, έχει ως σκοπό του (άρθρο 3) την εγκαθίδρυση συστήματος δικαιοσύνης φιλικού προς τα παιδιά παραβάτες, τη ρύθμιση θεμάτων που αφορούν παιδική παραβατικότητα, την πρόληψη, αντιμετώπιση και καταστολή της, την εγκαθίδρυση απαραίτητων δομών και μηχανισμών πρόληψης και αντιμετώπισης της παιδικής παραβατικότητας και γενικότερα τη μεταχείρισης των παιδιών στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης στη βάση των διεθνών πρότυπων κανόνων για τα θέματα αυτά. Περιέχει δε εναρμονιστικές διατάξεις με την Οδηγία 800/2016 ΕΕ σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι, στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Ο νόμος αυτός έχει ως επίκεντρο το παιδί και τα δικαιώματά του, ρυθμίζει δε την μεταχείριση ενός παιδιού που δεν έχει ποινική ευθύνη αλλά και την μεταχείριση νεαρών παραβατών άνω των 14 ετών. Άξιο αναφοράς και με ιδιαίτερη σημασία είναι πως, ελλείψη διαφορετικής πρόβλεψης στον νόμο, «παιδί» καθορίζεται πρόσωπο ηλικίας κάτω των 18 ετών και περιλαμβάνει πρόσωπο εώς 21 ετών, όταν πρόκειται να εφαρμοστούν μέτρα που προβλέπονται στο νόμο αναφορικά με αδίκημα που διαπράχθηκε από το εν λόγω πρόσωπο πριν την συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του. Προβλέπονται ειδικά Δικαστήρια Παιδιών (που θα απαρτίζονται από δικαστές που θα εξειδικέυονται και θα εκπαιδέυονται σε θέματα νεανικής παραβατικότητας), εναλλακτικές ποινές (όπως επίπληξη παιδιού, επιβολή προστίμου ή/και επιβολή καταβολής εξόδων ή/και αποζημιώσεις στο θύμα από το παιδί, διάταγμα που υποχρεώνει τον γονέα ή κηδεμόνα σε καταβολή αποζημίωσης στο θύμα, διάταγμα γονικής ή κοινοτικής επιτήρησης ή κράτησης σε χώρο κράτησης παιδιών-αντί φυλάκιση- αλλά ως έσχατο μέτρο, αναστολή ποινής κράτησης, διάταγμα παρακολούθησης με ηλεκτρονικό βραχιολάκι) και διάφορα συμβούλια ώστε να υποβοηθηθούν τα παιδιά και οι γονείς τους και γενικά να προστατεύονται τα παιδιά κάτω από την καθοδήγηση ειδικών. Διακρίνεται καθαρά πως ο στόχος δεν είναι (μόνο) η τιμωρία του παιδιού αλλά ο εντοπισμός της παραβατικής συμπεριφοράς και η καθοδήγησή του ώστε να αποφευχθεί η επανάληψή της. Το Μέρος ΙΙΙ του νόμου ρυθμίζει τη μεταχείριση παιδιών (δικονομική και άλλη) κάτω των 14, που δεν έχουν οποιαδήποτε ποινική ευθύνη και καθορίζει τις υποχρεώσεις των λειτουργών των δημόσιων αρχών σε περίπτωση διάπραξης αδικήματος ενώ το Μέρος ΙV αφορά τα παιδιά άνω των 14 ετών. Έσχατο μέτρο πάντως αποτελεί τόσο η παραπομπή του παιδιού στο Δικαστήριο Παιδιών όσο και η παραπομπή του σε κράτηση σε χώρο κράτησης παιδιών. Επίσης, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, έχει την εξουσία να αναστείλει την ποινικής δίωξη που τυχόν ασκήθηκε στο παιδί και το παιδί δύναται να παραπεμφθεί σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης. Μέχρι και την θέσπιση του Νόμου αυτού, οι παραβιάσεις των παιδιών που έρχονταν σε σύγκρουση με το νόμο, τύγχαναν μεταχείρισης μέσα σε ένα σύστημα το οποίο είναι σχεδιασμένο για ενήλικες. Και εξακολουθούν. Παιδιά ηλικίας 14 ετών και άνω εξακολουθούν να δικάζονται ως ενήλικες. Η Δημοκρατία έχει μεν υιοθετήσει ένα σύστημα ποινικής δικαιοσύνης για ανηλίκους -στη βάση του πρόσφατου Νόμου Περί Παιδιών σε Σύγκρουση με τον Νόμο- το οποίο δύναται να διασφαλίσει την ορθή μεταχείριση των παιδιών σε όλα τα στάδια των ποινικών διαδικασιών, υπάρχει όμως επιτακτική ανάγκη δημιουργίας των δομών και υποδομών που απαιτούνται για την εφαρμογή του Νόμου, όπως εγκαθίδρυση των ειδικών δικαστηρίων ανηλίκων και ειδικών υποδομών σωφρονιστικών ιδρυμάτων για την περίπτωση του εσχάτου τιμωρητικού μέτρου για τους ανήλικους. Η υιοθέτηση πάντως με τον Νόμο αυτό εναλλακτικών της ποινικής δίωξης και κράτησης μέτρων, όπως προγραμμάτων αποδικαστικοποίησης, κηδεμονίας, συμβουλευτικής ή κοινοτικής επιτήρησης κ.λ.π. , καθώς επίσης η διασφάλιση ότι τα παιδιά που είναι ποινικά υπεύθυνα, δεν θα αντιμετωπίζονται από το σύστημα δικαιοσύνης των ενηλίκων, ανεξάρτητα από το αδίκημα το οποίο διέπραξαν, αποτελεί αισιόδοξη αρχή. |