Η Κατερίνα Φλωρά στο PafosNet: Από τα 12 τους τα παιδιά στην Κύπρο αρχίζουν τα τυχερά παιγνίδια
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
14 Απριλίου 2019Η εξάρτηση από τα τυχερά παιχνίδια ανήκει στις συμπεριφορικές εξαρτήσεις και έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτός ήταν και ο λόγος που πανεπιστημιακοί και φοιτητές υλοποίησαν πρόσφατα ένα ερευνητικό πρόγραμμα για τη μάστιγα αυτή της εποχής μας, τα πορίσματα του οποίου είναι μάλιστα ακόμη πιο σοβαρά από ότι ενδεχομένως οι πλείστοι πολίτες και φορείς θεωρούν για την Κύπρο.
Σημαντικότερη αποκάλυψη της μελέτης για τα τυχερά παιγνίδια, είναι ότι στην Κύπρο τα παιδιά από την ηλικία των 12,5 ετών αρχίζουν να παίζουν τυχερά παιχνίδια, ενώ το 75% του συνολικού πληθυσμού των Ελληνοκυπρίων άνω των 15 ετών ασχολούνται με τα τυχερά παιχνίδια.
Το «Ερευνητικό Πρόγραμμα για την πρόληψη και αντιμετώπιση της προβληματικής ενασχόλησης με τον στοιχηματισμό και τα τυχερά παιχνίδια», υλοποιήθηκε από την ερευνητική ομάδα που αποτελούσαν η Κατερίνα Φλωρά, Λέκτορας Κλινικής Ψυχολογίας, Έλενα Πέτρου, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Συμβουλευτικής Ψυχολογίας, Άγγελος Τιτσινίδης, Μεταπτυχιακός Φοιτητής Συμβουλευτικής Ψυχολογίας και Βιολέττα Χριστοφή, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Συμβουλευτικής Ψυχολογίας.
Μιλώντας σήμερα στο PafosNet η επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Νεάπολις Κατερίνα Φλωρά, τονίζει ότι από αυτό το 75% του ενασχολούμενου με τα τυχερά παιγνίδια πληθυσμού, ποσοστό 6%, χαρακτηρίζονται ως παθολογικοί ή προβληματικοί παίκτες. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα ξεπερνά to 8% ενώ ο πανευρωπαϊκός μέσος όρος είναι εμφανίζεται πολύ χαμηλότερος, περίπου 3%, παρόλο που η σύγκριση μεταξύ χωρών είναι δύσκολη εξαιτίας κυρίως των διαφορετικών μεθόδων αξιολόγησης που ακολουθούνται, επισημαίνει.
« Η παθολογική ενασχόληση με τα τυχερά παιχνίδια έχει σοβαρότατες επιπτώσεις, σε οικονομικό, ατομικό, κοινωνικό και διαπροσωπικό επίπεδο. Όπως σε κάθε είδους εξάρτηση έτσι κι εδώ, ο χρήστης ασχολείται αποκλειστικά μόνο με το αντικείμενο της εξάρτησής του, αγνοώντας τις συνέπειες», εξηγεί η κ. Φλωρά. « Η μικρή έστω ενασχόληση με τα τυχερά παιχνίδια είναι συνήθης δραστηριότητα σε μεγάλο μέρος τους πληθυσμού. Ένα ποσοστό συνανθρώπων μας, όμως, που είναι ψυχοσυναισθηματικά ευάλωτοι κινδυνεύουν περισσότερο να εξαρτηθούν από τα τυχερά παιχνίδια. Αυτό συμβαίνει διότι η ενασχόληση με τον τζόγο καλύπτει σε πρώτο επίπεδο ορισμένα ελλείμματα των ατόμων αυτών που δυσκολεύονται να αντλήσουν ικανοποίηση από μια σειρά άλλων δραστηριοτήτων και από τις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Αυτό το συναντούμε σε όλες τις μορφές εξάρτησης. Για παράδειγμα, οι περισσότεροι άνθρωποι κάνουμε τη λεγόμενη κοινωνική χρήση αλκοόλ όμως υπάρχουν συνάνθρωποί μας που αντιμετωπίζουν σοβαρή εξάρτηση από αυτό».
Η επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας παρατηρεί ότι όλα ξεκινούν από την πεποίθηση ότι ο εθισμός δεν μπορεί να συμβεί σε μας, ότι είμαστε δυνατοί και δεν θα παρασυρθούμε. Υπάρχει η ψευδαίσθηση ελέγχου κατά την έναρξη της ενασχόλησης με τον τζόγο, αναφέρει, για την οποία γνωρίζουμε ότι η αναγνώριση του προβλήματος έρχεται με σημαντική καθυστέρηση όταν το εθισμένο άτομο έχει χάσει πολλά σημαντικά γι’ αυτό πράγματα π.χ. σημαντικές σχέσεις ή περιουσιακά στοιχεία:
« Οι συνέπειες είναι σοβαρότατες. Η πρώτη και πιο άμεση είναι η πλήρης οικονομική καταστροφή με το εξαρτημένο άτομο να δανείζεται από τράπεζες και πρόσωπα, να συσσωρεύει χρέη, να χάνει περιουσιακά στοιχεία. Είναι αυτονόητο ότι επέρχεται βαθιά κρίση στην οικογένεια και στις διαπροσωπικές σχέσεις. Το εξαρτημένο από τον τζόγο άτομο φαίνεται να μην υπολογίζει τίποτα και κανέναν μπροστά στην ανάγκη του να παίξει. Ως εκ τούτου φυσικά και δεν μπορεί να ανταποκριθεί ψυχικά, ως φυσική παρουσία αλλά και οικονομικά στις οικογενειακές του υποχρεώσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την κρίση στο οικογενειακό σύστημα και στις σχέσεις, με συνεχείς καυγάδες, θυμό και έλλειψη εμπιστοσύνης προς το εξαρτημένο άτομο. Η άποψη ότι το εθισμένο στα τυχερά παιχνίδια εμφανίζει αλλοιωμένο χαρακτήρα δεν ευσταθεί, διότι οι εξαρτήσεις αρχίζουν σε νεαρή ηλικία συνήθως και δημιουργούνται πάνω σε μια ήδη ελλειμματική προσωπικότητα. Για να μη δημιουργείται σύγχυση, αυτό δεν σημαίνει ότι τα εξαρτημένα άτομα δεν διαθέτουν θετικές ιδιότητες (καλοσύνη, φιλότιμο κτλ) αλλά ότι είναι ευάλωτα και δεν αναπτύσσουν, εξαιτίας της εξάρτησης, τις πλευρές εκείνες του εαυτού τους που τους επιτρέπουν να δημιουργήσουν ουσιαστικές σχέσεις και επαγγελματικές δεξιότητες.
Ένας λάθος χειρισμός που κάνουν τα οικεία πρόσωπα των εξαρτημένων από τον τζόγο ατόμων είναι ότι πιστεύουν στις αλλεπάλληλες υποσχέσεις τους ότι θα αλλάξουν, υποχωρούν και δίνουν ευκαιρίες ξανά και ξανά. Αυτό ουσιαστικά τροφοδοτεί την αρνητική συμπεριφορά των εξαρτημένων οι οποίοι λαμβάνουν το μήνυμα ότι μπορούν να συνεχίζουν την παθολογική συμπεριφορά και οι άλλοι να τους συγχωρούν πάντοτε.
Αυτό που χρειάζεται να γίνει, είναι τα οικεία πρόσωπα να θέσουν σαφή όρια από την αρχή και να μην δεχτούν την παθολογική συμπεριφορά του εξαρτημένου ατόμου. Παράλληλα χρειάζεται να θέσουν τον όρο της άμεσης αναζήτησης βοήθειας από ειδικό θεραπευτικό πρόγραμμα. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε εδώ ότι όπως όλες οι εξαρτητικές συμπεριφορές έτσι και ο τζόγος για να αντιμετωπιστούν απαιτείται εξειδικευμένο πλαίσιο με ομαδικές και συλλογικές διαδικασίες και δεν επαρκεί η αναζήτηση βοήθειας σε κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας, ψυχολόγο ή ψυχίατρο. Τέτοια πλαίσια είναι κέντρα απεξάρτησης από τα τυχερά παιχνίδια ή και ομάδες αυτοβοήθειας. Προσοχή να επιλέγονται πλαίσια όπου οι υπηρεσίες παρέχονται δωρεάν προς τους εξαρτημένους διότι ανθούν τα ιδιωτικά κέντρα απεξάρτησης που κερδοφορούν εις βάρος των εξαρτημένων και των οικογενειών τους και παρέχουν υπηρεσίες αμφιβόλου ποιότητας».
Η Κατερίνα Φλωρά τονίζει ότι πρέπει να καταστεί εξ αρχής σαφές, ότι οι εξαρτημένοι από τον τζόγο δεν είναι εύκολο να προσέλθουν καταρχήν σε θεραπεία. Κι αυτό διότι δεν αντιλαμβάνονται εγκαίρως το μέγεθος του προβλήματος και πιστεύουν λανθασμένα ότι θα θεραπευτούν μόνοι τους, τονίζει.
« Η εμπειρία έχει δείξει ότι προσέρχονται για θεραπεία μόνο όταν οι απώλειες που έχουν είναι σημαντικές και αρχίζουν πλέον και συνειδητοποιούν το πρόβλημά τους. Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό η οικογένεια με τη στάση της να θέτει σαφή όρια και να ενθαρρύνει από την αρχή την αναζήτηση θεραπείας χωρίς αναστολές και ταμπού. Η εμπειρία έχει δείξει επίσης ότι η αποθεραπεία δεν είναι μια ευθεία γραμμή αλλά μπορεί να συνοδεύεται από αρκετές υποτροπές. Σημασία έχει να επανέρχεται το εξαρτημένο άτομο στη θεραπεία και να εργάζεται πάνω στην πρόληψη της υποτροπής. Η θεραπεία είναι δύσκολη αλλά εφικτή».
Αναφερόμενη σε παραδείγματα αποθεραπείας και περιπτώσεις που τα άτομα δεν θεραπεύτηκαν, παρατηρεί ότι γνωρίζουμε ότι σημαντικές μεταβλητές στην αποτελεσματικότητα της θεραπείας είναι-μεταξύ άλλων- η αναγνώριση του προβλήματος και η ετοιμότητα για αλλαγή.
« Δηλαδή ένα άτομο που αναγνωρίζει πλήρως το πρόβλημά του και είναι έτοιμο να εργαστεί για να θεραπευτεί, έχει καλύτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα από το άτομο που θεωρεί ότι δεν έχει μεγάλο πρόβλημα και αποδίδει συνήθως το πρόβλημά του σε εξωτερικούς (εκτός του εαυτού του) παράγοντες», επισημαίνει.
Στην Κύπρο όπως κατέδειξε και το ερευνητικό πρόγραμμα, παρατηρεί η καθηγήτρια Φλωρά, η προβληματική ενασχόληση με τα τυχερά παιχνίδια έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις. Φαίνεται ότι το «τζογάρισμα» είναι μέρος της καθημερινής κουλτούρας και μια σχετικά αποδεκτή, από την πλειοψηφία των ελληνοκυπρίων, συμπεριφορά, εκτιμά.
« Θεωρώ ότι οι επίσημες αρχές οφείλουν να καταδείξουν το μέγεθος του προβλήματος και να προστατέψουν τους πολίτες. Ένα άλλο μείζον ζήτημα στην ελληνοκυπριακή κοινωνία είναι φυσικά η αναγνώριση του προβλήματος από το άτομο και την οικογένεια, η προσπάθεια μη απόκρυψής του και η αναζήτηση κατάλληλης βοήθειας.
Στην Ελλάδα και φυσικά στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν εδώ και δεκαετίας δημόσια εξειδικευμένα θεραπευτικά προγράμματα για την θεραπεία της εξάρτησης από τον τζόγο. Λειτουργούν επίσης ομάδες αυτοβοήθειας (Ανώνυμοι Τζογαδόροι)».
Αναφορικά με το αν η απεξάρτηση από τον τζόγο έχει να κάνει με το ακριβές είδος του τυχερού παιγνίου στο οποίο ενεπλάκη κάποιος, η υπεύθυνη του προγράμματος τονίζει ότι τα είδη των τυχερών παιχνιδιών είναι ποικίλα και συνεχώς αυξάνονται. Η εμπειρία έχει δείξει ότι τα πιο εθιστικά είναι αυτά όπου ο χρόνος αναμονής του αποτελέσματος είναι μικρός και ο παίκτης έχει τη δυνατότητα άμεσα να ξαναπαίξει, όπως είναι τα «φρουτάκια», οι «κουλοχέρηδες», το ΚΙΝΟ και άλλα, αναφέρει.
« Δεν υπάρχουν περισσότερα έγκυρα δεδομένα αυτή τη στιγμή για το ερώτημα αυτό», διευκρινίζει. « Όσον δε αφορά στη νομιμοποίηση των καζίνο στην Κύπρο, η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι η όποια νομιμοποίηση ελάχιστα ή και καθόλου επηρεάζει το πρόβλημα της εξάρτησης. Από τη μια πλευρά γίνεται πιο εύκολη η πρόσβαση στα τυχερά παιχνίδια. Από την άλλη δεν θα πρέπει να περιμένουμε περιορισμό του φαινομένου διότι αν το λέγαμε αυτό θα ήταν σαν να υποθέταμε πως ό,τι νομιμοποιείται γίνεται αυτόματα και λιγότερο επικίνδυνο».
Η κ. Φλωρά τονίζει ιδιαίτερα ότι για αποφυγή του εθισμού στα τυχερά παιγνίδια, είναι σημαντική μια ελάχιστη απαραίτητη γνώση αναφορικά με τα παιχνίδια αυτά.
«Στο Πρόγραμμα πρόληψης για την προβληματική ενασχόληση με τα τυχερά παιχνίδια και τον στοιχηματισμό που υλοποιήθηκε από ερευνητική ομάδα μεταπτυχιακών φοιτητών του Πανεπιστημίου Νεάπολις υπό την εποπτεία μου και χρηματοδοτήθηκε από τον Οργανισμό Νεολαίας Κύπρου και την Εθνική Αρχή Στοιχημάτων», αναφέρει, «εφαρμόσαμε μια παρέμβαση πρόληψης που στόχευε στην τροποποίηση των λανθασμένων πεποιθήσεων για τα τυχερά παιχνίδια, στην αντιμετώπιση τυχόν πλανών , στην αλλαγή των προληπτικών πεποιθήσεων και στην τροποποίηση των θετικών στάσεων για τα τυχερά παιχνίδια.
Είναι σημαντικό επίσης και ίσως κυριότερο να στοχεύουμε στη συνολική πρόληψη του φαινομένου μέσω της ενίσχυσης της συναισθηματικής ενδυνάμωσης και των κοινωνικών δεξιοτήτων των νέων ανθρώπων ώστε να μην είναι επιρρεπείς στις εξαρτητικές συμπεριφορές. Ένα πρόγραμμα σε αυτή την κατεύθυνση που υλοποιείται αυτή την περίοδο στην Κύπρο είναι το «Παίζω-Δεν Εμπαίζομαι» που χρηματοδοτείται από την Εθνική Αρχή Αντιμετώπισης Εξαρτήσεων».
H Κατερίνα Φλωρά είναι Λέκτορας Κλινικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου. Έχει σπουδάσει Ψυχολογία και έχει μεταπτυχιακές σπουδές στην Κλινική και Κοινωνική Ψυχολογία (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης-ΑΠΘ) με ειδίκευση στις εξαρτήσεις και τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα καθώς και στην Κοινωνική και Πολιτική Θεωρία και στην Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία. Η διδακτορική της διατριβή στην Κλινική Ψυχολογία αφορά στη συστηματική μελέτη των σημαντικών παραγόντων στη θεραπεία της εξάρτησης από ψυχοτρόπες ουσίες.
Έχει εργαστεί σε δομές ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης και ως θεραπεύτρια παιδιών και ενηλίκων.