Εγγυητές τραπεζικών συμβάσεων
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
23 Μαΐου 2019Του Σάββα Σαββίδη
Δικηγόρου
Συνέταιρου και Διευθυντή του Γραφείου Πάφου της Δικηγορικής Εταιρείας, Michael Kyprianou & Co LLC
Στην σημερινή εποχή και ιδίως στην περίοδο μετά της οικονομικής ύφεσης και της επανόδου, μέρος των συμπολιτών μας ταλανίζεται με την αντιμετώπιση της αποπληρωμής των τραπεζικών συμβάσεων και δη των δανείων. Το μείζων ζήτημα των δανείων σε ελβετικά φράγκα που αποτελεί την κύρια πληγή του υφιστάμενου τραπεζικού συστήματος και η κρατούσα μη αντιμετωπίσιμη κατάσταση από μέρους της κυβερνήσεως έχει θέσει σε συνάρτηση με τα λοιπά κοινά στεγαστικά δάνεια περαιτέρω προβλήματα στους πολίτες έναντι των αντισυμβαλλόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων. Οι τραπεζικές δανειοδοτήσεις αποτελούνται από το τρίπτυχο τραπεζικού οργανισμού- δανειζόμενου/πρωτοφειλέτη και παρεπόμενου υπόχρεου (τρίτου προσώπου)/ εγγυητή του πρωτοφειλέτη. Το παρόν άρθρο θα πραγματευτεί την δυσμενή θέση στην οποία ευρίσκεται σημαντική μερίδα των πολιτών της κυπριακής δημοκρατίας, οι οποίοι έχουν υπογράψει την παρεπόμενη σύμβαση εγγύησης όπου τις πλείστες φορές κλήθηκαν στα πλαίσια συγγενικής, φιλικής, επαγγελματικής και/ή άλλης σχέσης να εγγυηθούν δια την αποπληρωμή και την τήρηση όρων δανείου του συμβαλλόμενου μέρους πρωτοφειλέτη σε δανειακή συμφωνία ελλοχευούσης κατά την πλειονότητα των περιπτώσεων την δέσμευση της περιουσίας του.
Στην Κύπρο την ακμάζουσα περίοδο μεταξύ 2006 και 2012 όπου δίδονταν τραπεζικά προϊόντα και κυρίως στεγαστικά δάνεια αβίαστα χωρίς φειδώ θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως υπογράφονταν εγγυητικές συμφωνίες δια εξασφάλιση δανείων δίχως την πλήρη και επακριβή ενημέρωση του εγγυητή δια τις οικονομικές, νομικές και εν γένει τις απορρέουσες συνέπειες μίας καταρτισθείσης συμφωνίας, η οποία έθετε υπέγγυα την οιαδήποτε ακίνητη και/ή κινητή περιουσία του προρρηθέντος στον χρηματοδοτικό οργανισμό. Τα Τραπεζικά ιδρύματα στην ακατάπαυστη χορήγηση των δανείων δεν εξέταζαν και/ή έλεγχαν την φερεγγυότητα του δανειολήπτη και πόσο μάλλον του εγγυητή. Κατά την ακμάζουσα οικονομική περίοδο το ενδιαφέρον των Τραπεζών επικεντρώνονταν στην χορήγηση και ουχί στην μελλοντική περίοδο της αποπληρωμής των δανείων, δια τον λόγο αυτό δεν τους ενδιέφερε κατά πόσο τα έτερο-συμβαλλόμενα μέρη ήτο αξιόχρεα.
Το κύριο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις συμφωνίες εγγύησης αποτελείται από τον περί Συμβάσεων Νόμο ΚΕΦ. 149 του Μέρους ΧΙ δια Κάλυψη και εγγύηση, ως επίσης και η πιο πρόσφατη νομοθετική εισδοχή του Νόμου περί Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμος του 2003 (197(Ι)/2003) μετά των σχετικών τροποποιήσεων αμφότερων.
Τι συνιστά μια συμφωνία εγγυήσεως σε συνάρτηση των ανωτέρω Νόμων. Οι συμβάσεις εγγύησης δια σκοπούς εγκυρότητας και εκτελεστότητας της σύμβασης καταρτίζονται εγγράφως και υπογράφονται από τα συμβαλλόμενα μέρη. Η τραπεζική εγγύηση συνιστά την ανάληψη συμβατικής υποχρέωσης τρίτου προσώπου και δια της εγγράφου υποσχέσεως της αποπληρωμής ολόκληρου ή μέρους του ποσού δανείου, το οποίο πιστώθηκε από την Τράπεζα στον πρωτοφειλέτη, δια την καταβολή του δανεισθέντος ποσού σε περίπτωση μη εκπληρώσεως από τον προρρηθείσα των συμβατικών υποχρεώσεων του ήτοι της μη αποπληρωμής του δανεισθέντος ποσού.
Εν τη πράξη, στις συβάσεις εγγύησης των τραπεζών οι εγγυητές αναλαμβάνουν την αποπληρωμή του δανείου των πρωτοφειλετών αλληλέγγυα και εξ ολοκλήρου επί του οφειλόμενου υπολοίπου του δανείου του πρωτοφειλέτη, γεγονός και συμβατική υποχρέωση με δυσμενείς συνέπειες στην τυχούσα μη τήρηση της υποχρέωσης του πρωτοφειλέτη.
Μια σύμβαση εγγύησης αποτελεί όχι μόνο μέτρο προστασίας του Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος το οποίο χορηγεί το δάνειο αλλά πολλές φορές παρατηρείται πως χρησιμοποιείται εις όφελος δύστροπού πρωτοφειλέτη. Έχει παρατηρηθεί πως οι πρωτοφειλέτες εφησυχάζουν με την ύπαρξη εγγυητή και παραπέμπουν τις Τράπεζες δια την είσπραξη της οφειλής τους στην ενεργοποίηση της εγγυητικής σχέσης με το τρίτο πρόσωπο. Στο παρόν σημείο να διευκρινιστεί πως δεν αναφέρομαι στις περιπτώσεις που υπάρχει πραγματική αδυναμία στην αποπληρωμή του δανείου, αλλά στην "εκμετάλλευση" της ύπαρξης εγγυητικής συμβάσεως από δανειολήπτες.
Η συνήθης μη λειτουργικότητα μιας τέτοιας σχέσεως ήτοι της μη αποπληρωμής δανείου συνήθως έχει ως αποτέλεσμα την καταφυγή των τραπεζών διαμέσου της δικαστικής οδού δια την διεκδίκηση των αξιωμένων ποσών του δανείου.
Δια τους εγγυητές συμβάσεων είναι κατάφορα άδικο να εμπλέκονται σε τέτοιους είδους διενέξεις, δεδομένου πως δεν επωφελήθηκαν καθ' οιονδήποτε τρόπο από το χορηγηθέν ποσό εις τον πρωτοφειλέτη και τουναντίον κλήθηκαν και υπέγραψαν δανειακή συμφωνία η οποία λειτουργεί ως ασφαλιστική δικλίδα (safety net) δύο ετερο-συμβαλλόμενων μερών σε σύμβαση αντιπαροχής που συμφωνήθηκε και δεν έλαβε καθοιονδήποτε τρόπο ουδέν όφελος μη έχοντας την δέουσα πληροφόρηση εκ μέρους της τραπέζης και ίσως του ίδιου του δανειολήπτη δια τις αρνητικές συνέπειες που ενδέχεται να επέλθουν εις την περιουσία του ενεργούντες καλή τη πίστει, σε ενδεχόμενη αφερεγγυότητα του πρωτοφειλέτη.
Επ' αυτού του σημείου, οι εγγυητές ως προασπιστικά μέτρα στην αντιμετώπιση της δυσμενούς θέσεως που συνήθως τίθενται με γνώμονα την κείμενη νομοθεσία δύναται να αμυνθούν κατά τοιούτο τρόπο προς τον απεγκλωβισμό τους.
Συνοπτικά, απλώς θα αναφέρω ορισμένα μέτρα προστασίας των εγγυητών:
- Αγωγή κατά του πρωτοφειλέτη σε ενδεχόμενη αναγκαστική αποπληρωμή οιουδήποτε ποσού προς ικανοποίηση του χρηματοπιστωτικού οργανισμού.
- Εξέταση εγκυρότητας της εγγυητικής σύμβασης ως προς την πλήρη γνώση, τους όρους, την τυπικότητα της σύναψης, και οιασδήποτε τροποποιήσεως και μεταβολής τόσο της πορείας αποπληρωμής του δανείου όσο και οιοδήποτε όρου και/ή μεταγενέστερη συμφωνία της δανειακής σύμβασης.
- Σε περίπτωση εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως να ασκηθεί ένδικό μέσο δια την αναστολή εκτέλεσης αυτής ως επίσης λήψης μέτρων για την αποφυγή καταδολιευτικών πράξεων αποξενώσεως από μέρους του πρωτοφειλέτη μεταβιβάσεως και/ή εν γένει διαθέσεως οιασδήποτε περιουσίας η οποία θα δύναται να προσφερθεί προς ικανοποίηση της οφειλής.
Τρόποι αντιμετώπισης δια την προστασία των εγγυητών και των υποχρεώσεων τους υφίσταντο ωστόσο τα καίρια προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι εγγυητές υπόκεινται στην πλήρη ανικανότητα των πρωτοφειλετών να συναντήσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις όπου ενώ καλείται ο εγγυητής να αναλάβει και να διεκπεραιώσει την σύμβαση του πρωτοφειλέτη, ο ίδιος μένει έκθετος και η περιουσία του δεσμευμένη-υποθηκευμένη λόγω μη υπάρχοντος αντικρίσματος από τον πρωτοφειλέτη δια την ανόρθωση της οικονομικής του βλάβης. Επιπροσθέτως, αυτού στην έκδοση δικαστικής αποφάσεως εγγράφεται ΜΕΜΟ σε ολόκληρη την ακίνητη περιουσία τόσο των πρωτοφειλετών όσο και των εγγυητών, όπου μετά μεγάλης δυσκολίας γίνεται η άρση ή μετακίνηση και/ή περιορισμός αυτών εις ένα ή ορισμένο μέρος ακίνητης περιουσίας αμφότερων.
Οι εγγυητές τραπεζικών συμβάσεων αποτελούν από τα πιο ευάλωτα συμβαλλόμενα μέρη των εν γένει ενοχικών δικαιοπραξιών. Οι εγγυητές έχουν δικαιώματα και δίνατε να λάβουν μέτρα άμυνας είτε δικαστικώς είτε εξωδίκως δια την προάσπιση και προστασία των έννομων δικαιωμάτων τους. Εντούτοις, από μέρους της κυβέρνησης θα πρέπει να θεσπιστούν νομικά πλαίσια τα οποία θα οδεύουν στην βελτίωση του υφιστάμενου καθεστώτος της εγγυήσεως και ιδιαιτέρως της προστασίας της περιουσίας των εγγυητών.
Για περισσότερες πληροφορίες, αποταθείτε στον κ. Σάββα Σαββίδη, στην ηλεκτρονική διεύθυνση savvas.savvides@kyprianou.com ή στον αριθμό τηλεφώνου 26930800