Άρθρο 113 του Συντάγματος, σκέψεις και προβληματισμοί
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
12 Απριλίου 2018Θεοχαρίδου Κ. Καλυψώ
Δικηγόρος – Νομική Σύμβουλος
Πάφος, Λευκωσία
Πολλές φορές προκύπτει το ερώτημα ποία τα κίνητρα και/ή λόγοι που ο εκάστοτε Γενικός Εισαγγλέας ή ο Βοηθός αυτού, προβαίνει σε αναστολή μίας ποινικής διώξεως ή υπόθεσεως ή δίδει εντολή για να κινηθεί μία ποινική υπόθεση και γενικώς, να έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο σε ό,τι αφορά τον Ποινικό Διαδικό χώρο.
Και το ερώτημα, εκτείνεται, αρκετές των περιπτώσεων στο γιατί να μην ελέγχεται αυτός (ΟΥΔΕΜΙΑ προσωπική αναφορά ΤΟΥΝΑΝΤΙΟΝ είναι θεσμική η αναφορά) και ποία τα εχέγγυα της αμεροληψίας και διαφάνειας δράσης αυτού.
Για σκοπούς ευκολίας και πλήρους γνώσης, παρατίθεται αυτούσιο το άρθρο. Αναγράφεται πως: <Ο γενικός εισαγγελεύς της Δημοκρατίας, βοηθούμενος υπό του βοηθού γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας είναι ο νομικός σύμβουλος της Δημοκρατίας, του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, του Υπουργικού Συμβουλίου και των υπουργών, ασκεί δε πάσαν ετέραν εξουσίαν και εκτελεί πάσαν ετέραν υπηρεσίαν ή καθήκον καθοριζόμενον ή ανατιθέμενον εις αυτόν διά του Συντάγματος ή διά νόμου.
Ο γενικός εισαγγελεύς της Δημοκρατίας έχει εξουσίαν κατά την κρίσιν αυτού προς το δημόσιον συμφέρον να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνηται και συνεχίζει ή διακόπτει οιανδήποτε διαδικασίαν ή διατάσσει δίωξιν καθ’ οιουδήποτε προσώπου εν τη Δημοκρατία δι’ οιονδήποτε αδίκημα. Η τοιαύτη εξουσία δύναται να ασκείται υπό του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας είτε αυτοπροσώπως είτε δι’ υπαλλήλων υπαγομένων εις αυτόν ενεργούντων υπό και συμφώνως προς τας οδηγίας αυτού>.
Όπως δε, είναι πολύ καλά γνωστόν, η εξουσία αυτή (ως ορίζεται εις την 2η ουσιαστικά παράγραφο του άρθρου) ΔΕΝ ελέγχεται δικαστικά. Πλειάδα δικαστικών αποφάσεων επαναλαμβάνει την αρχή αυτή. Εις τον αντίποδα όμως τίθενται ορισμένοι προβληματισμοί οι οποίοι άπτονται τόσο της διασφάλισης και διαφύλαξης της αρχής της ισότητας όσο και της ίσης μεταχειρίσης, με βαθύτερο νομικό ίσως (φιλοσοφικό) στοχασμό.
Ειδικότερα και σε σχέση με την αρχή της ισότητος. Το άρθρο 28 αναφέρει πως: <1. Πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και μεταχειρίσεως. 2. Έκαστος απολαύει πάντων των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των προβλεπομένων υπό του Συντάγματος άνευ ουδεμιάς δυσμενούς διακρίσεως αμέσου ή εμμέσου εις βάρος οιουδήποτε ατόμου ένεκα της κοινότητος, της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, της γλώσσης, του φύλου, των πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, της εθνικής ή κοινωνικής καταγωγής, της γεννήσεως, του πλούτου, της κοινωνικής τάξεως αυτού ή ένεκα οιουδήποτε άλλου λόγου, εκτός εάν διά ρητής διατάξεως του Συντάγματος ορίζηται το αντίθετον. 3. Ουδείς πολίτης δικαιούται να χρησιμοποιή τίτλον ευγενείας ή κοινωνικής διακρίσεως ή να απολαύη οιουδήποτε προνομίου εκ ταύτης εντός των εδαφικών ορίων της Δημοκρατίας. 4. Ουδείς τίτλος ευγενείας ή άλλης κοινωνικής διακρίσεως απονέμεται ή αναγνωρίζεται εν τη Δημοκρατία>.
Εν προκειμένω και επί τη βάσει του άρθρου 113 αυτό το οποίο προφανώς και ισχύει είναι, ένα πρόσωπο να είναι υπεράνω όλων (τονίζεται ΘΕΣΜΙΚΟ πρόσωπο, προς αποφυγήν παρερμηνειών), να φέρει τον τίτλο του άρχοντα του ποινικού δικαίου και αποκλειστικά και μόνον, με κριτήρια και κρίσιν ιδική του, να έχει εξουσία για άσκηση ή διακοπή ή αναστολή οιασδήποτε ποινικής διαδικασίας.
Ερωτά εύλογα κανείς, αυτή η κρίση πως καθορίζεται; Ποίοι παράγοντες λαμβάνονται υπόψιν; Τα κίνητρα είναι αντικειμενικά ή υποκειμενικά; Τα πιο πάνω σε συνάρτηση βεβαίως με το δήμοσιο συμφέρον το οποίο, αναλόγως των περιστάσεων και περιπτώσεων, μπορεί να είναι τόσο ευρύ ή στενό, προκειμένου να δικαιολογηθούν οι κρίσεις του εκάστοτε Άρχοντα του Ποινικού Δικαίου;
Επίσης, για ποία ισότητα κάνει λόγο το Σύνταγμα όταν, εις, αποκλειστικά αποφαίνεται επί παντός ποινικού επιστητού; Ίσως το ζήτημα και η νομική σοβαρότητα του ζητήματος αυτού να είναι περισσότερη απ ότι ορισμένοι θεωρούν; Αν και αξίζει να γραφεί πως, ουδέποτε απησχόλησε το ζήτημα αυτό Νομομαθείς.
Επίσης, έστω ότι η πρόνοια αυτή παραμένει ως έχει, ωφέλιμον και χρήσιμον δεν θα ήταν, η κρίση αυτή να ελέγχετο δικαστικώς; Διατί να μην ελέγχεται δικαστικώς ούτως ώστε να υπάρχουν τα εχέγγυα πλήρους διαφάνειας καθότι, οι δικαστικές αποφάσεις <ελέγχονται> και <κρίνονται> από τους κοινωνούς της κάθε ευνομούμενης Πολιτείας.
Διατί να υπάρχουν απαρχεωμένες αναφορές σε ένα Σύνταγμα μίας Δημοκρατικής Κοινωνίας η οποία πρεσβεύει την ισότητα μεταξύ των πολιτών της; Εξάλλου το ίδιο το Σύνταγμα, ως η κορωνίς της Πολιτείας, θέτει εις το άρθρο 35, ως θεματοφύλακες της τάξης (ευνομούμενης) πως < αι νομοθετικαί, εκτελεστικαί και δικαστικαί αρχαί της Δημοκρατίας υποχρεούνται να διασφαλίζωσι την αποτελεσματικήν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος μέρους, εκάστη εντός των ορίων της αρμοδιότητος αυτής>. Στις δε διατάξεις του μέρους αυτού, είναι και το άρθρο 28 ως πιο πάνω αναγράφεται.
Ίσως, να κρίνεται αδικαιολόγητη, κυρίως από την νέα γενέα Δικηγόρων, Νομικών και όσων ασχολούνται με τον χώρο της Νομικής γενικώς, η πρόνοια του άρθρου 113 του Συντάγματος.
Ακόμη πιο πολύ, κρίνεται αδικαιολόγητη και/ή φαίνεται η αντιφατικότητα της όλης συλλογιστικής που το άρθρο αυτό εμπερικλείει όταν, ο Γενικός Εισαγγελέας αποφασίζει να αναστείλει την ποινική διώξη για έναν από τους μετέχοντες του εγκλήματος, αλλά για τον άλλον ή τους άλλους, να μην υπάρχει παρόμοια απόφαση.
Εδώ, πραγματικά τίθεται ζήτημα μέγα και οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν εκδώσει αποφάσεις διαφορετικές, επί του ιδίου σημείου.
Ειδικότερα, η μη προσαγωγή ενός εκ των κατηγορουμένων – μετεχόντων εις την διάπραξη αδικήματος, ενώπιον Δικαστήριου, έχει ως ελαφρυντικό παράγοντα τo στοιχείο αυτό, προβάλλοντας την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Από την άλλη, υπάρχει και η σχολή σκέψης η οποία αναφέρει πως, αφ ης στιγμής δεν ελέγχεται δικαστικά η κρίση του Γενικού Εισαγγελέα (προς τούτο – άρθρο 113) αποδίδεται μια κάποια σημασία και/ή βαρύτητα εις το στοιχείο αυτό.
Ίσως, το ωφέλιμον να ήταν όπως υπάρξει τροποποίηση εις το άρθρο αυτό. Η τροποποίηση καλόν θα ήταν να περιλαμβάνει τα εχέγγυα της πλήρους διαφάνειας και δράσης των εντετταλμένων δυνάμει του άρθρου 113. Η καλύτερη δε διαφάνεια, δεν είναι άλλη από τον δικαστικό έλεγχο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ίσως με τον τρόπο αυτόν, πραγματικά να διασφαλίζεται και η αρχή της ισότητας όλων αλλά και οι δικαστικές αρχές όντως να δρουν αποτελεσματικά εις την διαφύλαξη των δικαιωμάτων των πολιτών, όπου ένα από τα δικαιώματα μας είναι και αυτό της ισότητας.
Εξάλλου, το Δημόσιο συμφέρον, ίσως εξυπηρετείται καλύτερα όταν οι κοινωνοί και το περί δικαίου αίσθημα έχει πλήρη και καθαρή γνώση και άρα αντίληψη για τα κίνητρα και κρίση του έκαστοτε Γενικού Εισαγγελέα και βοηθών αυτού για την εξουσία που το άρθρο 113 παράγραφος 2 τους δίδει.
Και έστω ότι, δεν γίνεται επιθυμητό όπως η κρίση του Γενικού ελέγχεται δικαστικά, θα μπορούσε κάλλιστα να αιτιολογείται τουλάχιστον η εκάστοτε κρίση του (Γενικού Εισαγγελέα) για την άσκηση της κάθε εξουσίας (κίνησης, διακοπής, αναστολής, κοκ) καθότι ούτε αιτιολογία ή λόγος δίδεται εις τις απαντήσεις του Γενικού Εισαγγελέα.
Μήπως επομένως με το ισχύον σύστημα, να πλήττονται δικαιώματα των κοινωνών και διοικουμένων – επηρεαζομένων και άρα να είναι επάναγκες να υπάρξει τροποποίηση και στο άρθρο αυτό χωρίς προσκόμματα περί της μη τροποποίησης καθότι και το άρθρο αυτό εις τον πυρήνα των άρθρων που δεν τροποποιούνται; Ή επί το δοκιμότερον, το Δίκαιον της Ανάγκης, δεν επιτρέπει την τροποποίηση αυτήν;
Τα πιο πάνω, τίθενται προς προβληματισμό!