Περί πατρότητος ο λόγος: Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα απόφαση
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
14 Οκτωβρίου 2016Καλυψώ Κ. Θεοχαρίδου
Δικηγόρος – Νομική Σύμβουλος
Το άρθρο 24Α(1) του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμος αρ. 177/91, προνοεί ότι σε οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου για αναγνώριση πατρότητας τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο με τον πατέρα, το Δικαστήριο μπορεί να δώσει σχετικές οδηγίες, μετά από σχετική αίτηση, με στόχο τη διαπίστωση κατά πόσο διάδικος είναι ή όχι βιολογικός πατέρας του τέκνου.
Το Δικαστήριο, εγκρίνοντας την αίτηση, τάσσει προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ληφθεί δείγμα αίματος ή άλλο γενετικό υλικό από το τέκνο, τη μητέρα του και οποιονδήποτε άλλο διάδικο, ο οποίος με βάση την αίτηση που γίνεται δυνάμει των προνοιών του άρθρου 20(1) του Νόμου, φέρεται να είναι ο πατέρας του τέκνου.
Το εδάφιο (7) του άρθρου 24Α, προνοεί ότι σε περίπτωση άρνησης οποιουδήποτε προσώπου να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια που είναι αναγκαία για την υλοποίηση των οδηγιών του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο δύναται να εξάγει οποιοδήποτε συμπέρασμα το οποίο φαίνεται να είναι εύλογο υπό τις περιστάσεις[1].
Η θέσπιση της νομοθετικής πρόνοιας, με την επελθούσα τροποποίηση, έλυσε τα όποια προβλήματα με την εισαγωγή ανάλογης διάταξης με αυτή που υπάρχει στο Family Law Reform Act 1969 της Αγγλίας. Η ευθυγράμμιση αυτή, με τις σύγχρονες αντιλήψεις συνάδει και με την επιστημονική εξέλιξη στο χώρο, όπως αναγνωρίζεται και από το άρθρο 5 του περί της Συμβάσεως επί της Νομικής Καταστάσεως Εξωγάμων Τέκνων (Κυρωτικού) Νόμου αρ. 50/70, το οποίο προνοεί για την αποδοχή επιστημονικής μαρτυρίας που δύναται να βοηθήσει στην απόδειξη ή ανταπόδειξη της πατρότητας.
Σε υπόθεση[2] , λέχθηκε με αναφορά στο νέο άρθρο 24Α, ότι η εφαρμογή της σχετικής διάταξης δεν εξαναγκάζει το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται σχετικό δικαστικό διάταγμα να συμμορφωθεί και έτσι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παραβίαση κεκτημένων δικαιωμάτων, ενώ σε άλλη απόφαση[3], αποφασίστηκε ότι η χρήση γενετικού υλικού δεν προσκρούει στο δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης. Όμως η μη συγκατάθεση του διαδίκου δικαιολογεί το Δικαστήριο, ανάλογα βέβαια με τις περιστάσεις, να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα, τα οποία μπορεί και να είναι αναπόφευκτα[4].
Το Δικαστήριο, το μόνο που μπορεί να κάμει, στην άρνηση του διαδίκου να υποβληθεί σε εξέταση παρά τη σχετική έκδοση οδηγιών, είναι, εφόσον δεν μπορεί ο διάδικος να εξαναγκαστεί προς τούτο, να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα. Τα οποία βεβαίως πρέπει να είναι νομικά και λογικά ορθά. Δεν πρόκειται για αμάχητο βέβαια τεκμήριο, αλλά για εξαγωγή εύλογου συμπεράσματος επί των πραγματικών δεδομένων της υπόθεσης, στη βάση του νομικού πλαισίου που καλύπτει το θέμα.
Στην υπό κρίση περίπτωση, τελικώς, κατά πλειοψηφία το Εφετείο ενέκρινε την πρωτόδικη απόφαση, δεν έκανε αποδεκτή την έφεση και συνεπώς ο Αιτητής, ήταν/είναι ο πατήρ του ανηλίκου!
[1] Ξενοφώντος ν. Κκέλη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1307, Κωσιάρη ν. Νικολάου (1998) 1 Α.Α.Δ. 234 και Θρασυβούλου ν. Φικάρδου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1822.
[2] M.G. Supatan v. Περιστιάνη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1417
[3] Δημοκρατία ν. Αβρααμίδου (2004) 2 Α.Α.Δ. 51
[4] όπως έχει αναφερθεί στην Αγγλική απόφαση In re A(A Minor) (Paternity: Refusal of Blood Test (1994) 2 F.L.R. 463.