Pafos Net

Κράτος και διαφθορά

title image

Της Άρτεμις Δ. Σαββίδου

Δικηγόρου, Υποψ. Δ. Ν., Μέλους Ειδικού Διδακτ.

Προσωπ. Πανεπιστημίου ΝΕΑΠΟΛΙΣ, Πάφος

 

Ο Έλλην Κυνικός Φιλόσοφος ΑΝΤΙΣΘΕΝΗΣ[1] μας κληροδότησε ένα σπουδαίο επιστημονικό αξίωμα: «Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις».

Υπ’ αυτή την έννοια, λοιπόν, σπεύδω να οριοθετήσω ορισμένες βασικές παρεμπίπτουσες έννοιες για την πληρότητα της ανάπτυξης του θέματός μου.

Γνωρίζετε ασφαλώς την έννοια του Κράτους. Εδώ θα περιορισθώ να αναφέρω ενδεικτικώς τα εξής: Σημειώνω τις οριοθετήσεις της έννοιας υπό του Georg JELLINEK[2], (ορίσαντος το Κράτος ως νομικό πρόσωπο ενός Λαού εξοπλισμένο με πρωτογενή εξουσιαστική ισχύ, Λαού εγκατεστημένου εντός συγκεκριμένου χώρου), και του Max WEBER[3], (ο οποίος εθεώρη το Κράτος ως θεσμό διαθέτοντα το μονοπώλιο της νομιμοποιημένης φυσικής βίας, το μονοπώλιο της εξουσίας).

Σήμερα ό,τι αποκαλείται Κράτος, δικαιούται τον χαρακτηρισμό «Κράτος», όταν είναι κυρίαρχο, και θεωρείται κυρίαρχο, όταν σε μία ορισμένη γεωγραφική περιοχή μορφοποιείται μία πρωτογενής αυτοδύναμη και ανεξάρτητη μορφή έννομης πολιτειακής οργάνωσης, ή τάξης, η οποία μπορεί να επιβάλλεται αφ’ εαυτής ως υπέρτατη εξουσία.

Το σύγχρονο Κράτος[4] μπορεί ακόμη να αποκληθεί και εθνικό, ως έκφραση της μορφοποιημένης εξουσίας ενός έθνους.

Κατ’ άλλη προσέγγιση[5], Κράτος είναι «η εν λειτουργία συνένωσις Δικαίου και Κοινωνίας». Κατά την άποψη αυτή, «χάνεται» το στοιχείο του καταναγκασμού και παρατηρείται υπέρβαση (κατάργηση) λειτουργικού διαχωρισμού του Κράτους από την Κοινωνία.

Πέραν αυτών, σήμερα, ο όρος Κράτος είναι συνώνυμος της Κρατικής Εξουσίας, αλλά και της έννομης τάξης. Περί της τελευταίας υπενθυμίζεται εδώ, η άποψη του ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ[6]: Έστι δε ουδέν όντως ουτ’ εύχρηστον, ούτε καλόν Ανθρώποις ως η Τάξις.

Σε σχέση με την άλλη συνιστώσα του θέματός μου, την έννοια της διαφθοράς, σημειώνονται ενδεικτικώς τα εξής: Τα φαινόμενα διαφθοράς εντός του Ελλαδικού χώρου συνιστούν ενδημική ή οικογενή, (κατά την Κυπριακή ιατρική ορολογία) κατάσταση.

Επί τροχάδην αναφέρω Δικανικούς Λόγους επιφανών Αθηναίων Ρητόρων, αττικές κωμωδίες, νομοθετικά μέτρα, τα οποία εθέσπισε η Αθηναϊκή Πολιτεία προς πάταξη φαινομένων διαφθοράς, (της θανατικής καταδίκης περιλαμβανομένης), ενώ κατ’ εξοχήν τρόπος άσκησης δίωξης, υπό το καθεστώς του Αττικού Δικαίου, ήταν «Η Άσκηση Γραφής»: Γραφή Δώρων (Δωροδοκίας), Γραφή Κλοπής, Γραφή Κλοπής Δημοσίων Χρημάτων κ.ά.[7]

Πέραν του κοσμικού κράτους η έννοια της διαφθοράς απαντάται μεταγενεστέρως σε κείμενα της Χριστιανικής Φιλολογίας[8], κυρίως προτρεπτικώς προς αποφυγήν: «Παραδιατριβαί διεφθαρμένων Ανθρώπων τον νουν και απεστηρημένων της αληθείας, νομιζόντων πορισμόν είναι την ευσέβειαν, αφίστασθε από των τοιούτων».

Εκ των προσφάτων προσεγγίσεων της έννοιας της διαφθοράς εντός του χώρου των Πολιτικών Επιστημών, μνημονεύεται εδώ εκείνη, η οποία θεωρεί την διαφθορά μέρος του μείζονος ζητήματος ιδιοποίησης (οικειοποίησης) της Πολιτικής από τους Εκπροσώπους του Πολιτικού Συστήματος.

Υπ’ αυτή την άποψη γίνεται λόγος για δύο διιστάμενες μεταξύ τους προσεγγίσεις της έννοιας: την ηθική και την πολιτική[9]. Η πρώτη, η ηθική, προϋποθέτει κανόνες συμπεριφοράς, οι οποίοι εκκινούν από την αφετηρία, ότι ο Άνθρωπος «λειτουργεί» αφ’ εαυτού κατά τρόπο ηθικό.

Η δεύτερη, η πολιτική, προϋποθέτει πρόσημο «αντιπροσωπευτικής υφής», δεδομένου, ότι ιδίως περί Πολιτικών, ο Πολιτικός εδώ λειτουργεί ως εντολοδόχος του Εκλογικού Σώματος (εντολέως).

Κατ’ άλλη προσέγγιση[10] με τον εν λόγω όρο περιγράφεται ένα κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο, όπου ατομικές ή ομαδικές συμπεριφορές προσκρούουν σε ωρισμένο κανονιστικό σύστημα, επειδή αποβλέπουν, όχι στην εξυπηρέτηση συμφερόντων και αγαθών, την οποία το εν λόγω σύστημα επιβάλλει, αλλά πρωτίστως σε ιδιοτελή συμφέροντα.

Ως κυριώτερες εκφάνσεις της διαφθοράς εντός του δημοσίου χώρου θεωρούνται η διαφθορά των Μελών του Πολιτικού Συστήματος και του Διοικητικού Προσωπικού των Υπηρεσιών του Κράτους, ανεξαρτήτως χωρικού επιπέδου λειτουργίας τους, (Κεντρικού, Περιφερειακού, Τοπικού).

Όλως ενδεικτικώς σημειώνεται εδώ, και η «συναφής» έννοια διαπλοκή, η οποία μετά της διαφθοράς, αποτελούν παράλληλες εκφάνσεις του  σύγχρονου νεωτερικού Κράτους, «εκκολαπτόμενες στα κενά και στις αδυναμίες, οι οποίες παρουσιάζονται στις Δομές και στις Υπό – δομές του Κράτους, το οποίο χαρακτηρίζεται ως ο Μεγάλος Ασθενής»[11].

Σε σχέση με τα εκλαμβανόμενα ως αίτια (ή και ευκαιρίες) διαφθοράς αρκούμαι εδώ να αναφέρω, ότι αυτά είναι πολλά και ποικίλλα, ενδογενή ή εξωγενή, ιδιοτελή ή άλλα, πορισμού ιδίου οφέλους ή οφέλους τρίτου, άπαξ ή περιοδικώς εμφανιζόμενα κ.ά., και είναι δυνατόν «να ανιχνευθούν», τόσο σε φαινόμενα διαφθοράς εντός του δημοσίου, όσο και του ιδιωτικού πεδίου.

Πέραν αυτών, σημειώνεται, ότι ως παράγοντες «διευκολύνοντες» ή «συντελούντες» στην παραγωγή φαινομένων διαφθοράς είναι δυνατόν να αναφερθούν και οι εξής:

Οι ατελείς διαδικασίες αναζήτησης αρχών και όρων λειτουργίας της εν γένει συλλογικής ζωής ενός Λαού. Η έλλειψη άσκησης «κοινωνικού ελέγχου» επί μορφών κρατικής εξουσίας, π.χ. επί Δημοσίων Επιχειρήσεων.

Η μη διαμόρφωση «κοινωνικών ταυτοτήτων».

Η παρατηρούμενη τάση ενίσχυσης της Εκτελεστικής Εξουσίας σε βάρος της Νομοθετικής, (φαινόμενο «νόσφισης» με έκδοση π.χ. Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου υπό Υπουργικών Συμβουλίων, αντί της ψήφισης Νόμων κ.ά.).

Οι τρέχουσες αλλαγές στο διεθνές ιδίως οικονομικό πεδίο.

Η παγκοσμιοποίηση[12].

«Τομές διαίρεσης» εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συνεχώς καταγγελλόμενο τον Κοινοτικό Νότο, ότι επιχειρεί, όχι πάντοτε με σύννομο τρόπο, «να επωφεληθεί» από τον πλούτο του Βορρά χωρίς κόστος, με αποτέλεσμα συνεχείς διαμάχες μεταξύ πλουσίων και πτωχών, καταγγελίες περί διαφθοράς σε σχέση (και) με κοινοτικά κονδύλια κ.ά.[13]

Η έλλειψη πολιτικής κουλτούρας[14].

Το τελευταίο, όπως γνωρίζετε, συναρτάται με το Πολιτικό Σύστημα σε δεδομένο χώρο και χρόνο και, βεβαίως, με τα λειτουργούντα νομίμως, (ή κατ’ επίφαση), Πολιτικά Κόμματα, τα οποία «ενοχοποιούνται» εν πολλοίς και κατά κανόνα για τις «πελατειακές σχέσεις», τις οποίες καλλιεργούν με τους Πολίτες, ιδίως όταν καταλαμβάνουν την εξουσία.

Στην «συλλειτουργία» Πολιτικού Συστήματος και Κομμάτων επί παραγωγής φαινομένων διαφθοράς, είναι δυνατόν να συμμετάσχει και ένας ακόμη παράγων, τα Στελέχη του Κρατικού Μηχανισμού, εν πολλοίς υπό καθεστώς μονιμότητας και χαλαρών πειθαρχικών και ελεγκτικών μηχανισμών[15].

Εν προκειμένω σημειώνεται, ότι Κράτη του Κέντρου, (π.χ. Κεντρικής Ευρώπης), θεωρούνται «εξαγωγείς» διαφθοράς προς Κράτη της Περιφέρειας, (π.χ. Κοινοτικός Νότος), όπου τα φαινόμενα διαφθοράς για σειρά λόγων, (π.χ. χαμηλές αμοιβές των Στελεχών της Κρατικής Μηχανής), είναι συχνότερα, γεγονός, το οποίο επιβεβαιώνει επισκόπιση της τρέχουσας κατάστασης.

Με δεδομένη, λοιπόν, την παραδοχή, ότι τόσο η διαφθορά, όσο και η συναφής με αυτήν κατάσταση διαπλοκής (π.χ. Πολιτικής Εξουσίας / Κόμματος Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας[16], Οικονομικών Κέντρων, Εθνικών ή Διεθνών αδιαφόρως κ.ά.), είναι «συνήθη» πλέον φαινόμενα, τίθεται το ερώτημα ποία θα ήταν ενδεχομένως εκείνα τα μέτρα, θεσπισμένα ή μη, τα οποία θα συνέτειναν στην περιστολή του πράγματος και θεωρητικώς στην εξάλειψη του φαινομένου.

Κατ’ αρχάς, αναφέρω τις Συνταγματικές Αρχές περί διάκρισης των λειτουργιών ως ουσιώδες στοιχείο «αποτροπής» φαινομένων διαφθοράς εντός του Δημοσίου Χώρου.

Δεν θα διστάσω όμως να δεχθώ τυχόν ενστάσεις, όποθεν δήποτε διατυπούμενες, ότι ο νικητής των εθνικών εκλογών, κατά κανόνα, ως πλειοψηφίσαν Κόμμα ελέγχει το Κοινοβούλιο, («αρχή της δεδηλωμένης»), άρα περιστέλλεται η δυνατότητα λυσιτελούς και τελεσφόρου ελέγχου του), διορίζει την ηγεσία της Δικαιοσύνης, (συνήθως), και, βεβαίως, διά του Αρχηγού του Κόμματος και Πρωθυπουργού ή Προέδρου Δημοκρατίας, ελέγχει την Κυβέρνηση και διά των Υπουργών τους επί μέρους Κλάδους της Δημόσιας Διοίκησης.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, και δεδομένων και των ειδικών ευνοϊκών ρυθμίσεων περί ευθύνης Υπουργών και λοιπών συναφών διατάξεων, μία θεμελιώδης συνταγματική αρχή αποδυναμώνεται εν τη ουσία.

Βεβαίως, τα σύγχρονα Συντάγματα περιλαμβάνουν και άλλες «αρχές» αποτρεπτικές θεωρητικώς φαινομένων διαφθοράς, και μη «συμβιβαζόμενες» με φαινόμενα διαφθοράς, όπως π.χ. η αρχή του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου, η αρχή της ισότητας των Πολιτών έναντι των Νόμων, η αρχή της αξιοκρατίας, η αρχή του σεβασμού της αξίας του Ανθρώπου, αλλά και περιορισμού της εξουσίας των Οργάνων του, οι οποίοι, εξ άλλης πλευράς, λειτουργούν ως εγγυήσεις τήρησης της νομιμότητας.

Πέραν αυτών, προβλέπονται οι λεγόμενες Ανεξάρτητες Αρχές, άλλοι μηχανισμοί ελέγχου, π.χ. εκείνες του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αλλά και πλήθος ειδικώτερων διατάξεων.

Σε επίπεδο πρακτικών αμέσων κυρωτικών διαδικασιών σημειώνονται σχετικές ρυθμίσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίες λόγω της μεγάλης έκτασης της σχετικής καταγραφής, δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν εδώ και γι’ αυτό το λόγο σας έχουν ήδη διανεμηθεί σε φωτοτυπίες.

Η διαφθορά δεν ενδημεί μόνον εντός εθνικών συνόρων, αλλά και πέραν αυτών, καθώς και εντός των κόλπων διεθνών Οργανισμών. Εκ των τελευταίων αυτών αναφέρεται εδώ η περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, νομικού μορφώματος πρωτοφανούς και εν δυνάμει οδεύοντος προς την οριστική μορφή του.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, λοιπόν, διαθέτει ίδιους μηχανισμούς προς ανίχνευση και πάταξη φαινομένων διαφθοράς, εν συνεργασία εννοείται με αντίστοιχους μηχανισμούς των Κρατών Μελών.

Έτσι, «λειτουργεί» εντός της Ένωσης Ελεγκτικό Συνέδριο από το έτος 1975, το οποίο εδρεύει στο Λουξεμβούργο[17].

Τα Μέλη του, ένα εξ εκάστης Χώρας Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης[18], διορίζονται επί θητεία διαρκείας έξη ετών υπό του Συμβουλίου της Ένωσης. Ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου εκλέγεται υπό των Μελών του επί θητεία διαρκείας τριών ετών, επιτρεπομένης της επανεκλογής.

Κυρία αποστολή του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι ο έλεγχος της κανονικής εκτέλεσης του προϋπολογισμού της Ένωσης, δηλαδή ο έλεγχος νομιμότητας των εσόδων και δαπανών της Ένωσης καθώς και η χρηστή δημοσιονομική διαχείριση.

Ακόμη, το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει το δικαίωμα να ελέγχει οίο δήποτε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, το οποίο διαχειρίζεται πόρους της Ένωσης, ακόμη και με επισκέψεις επί τόπου.

Πέραν αυτών, το Ελεγκτικό Συνέδριο επικουρεί το έργο, τόσο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όσο και του Συμβουλίου, υποβάλλον κατ’ έτος σχετική Έκθεση Ελέγχου του προηγηθέντος οικονομικού έτους.

Επίσης, λειτουργεί ειδική Ευρωπαϊκή Επιτροπή Καταπολέμησης της Απάτης, (OLAF), εντός της Επιτροπής, υπό ειδικό καθεστώς ανεξαρτησίας βάσει της Απόφασης 199/352/ΕΚ, ΕΚΑΧ, ΕΥΡΑΤΟΜ, των Κανονισμών 1073/99 Ε.Κ. και Συμβουλίου και 1074/1999 ΕΥΡΑΤΟΜ, και Συμφωνίας της 25ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Μεταξύ των αρμοδιοτήτων της OLAF συγκαταλέγονται:

Η διεξαγωγή εξωτερικών ερευνών στα πλαίσια της καταπολέμησης της απάτης, της διαφθοράς και κάθε παράνομης δραστηριότητας σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

Η διεξαγωγή εσωτερικών διοικητικών ερευνών με στόχο την καταπολέμηση της απάτης και της διαφθοράς σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

Η διερεύνηση παραλείψεων ή πλημμελούς άσκησης καθηκόντων υπό Υπαλλήλων της Ένωσης.

Η υποστήριξη επί συναφών δράσεων Εθνικών Αρχών των Κρατών Μελών της Ένωσης κ.ά.

Πέραν αυτών υπάρχουν και άλλες ρυθμίσεις, όπως π.χ. οι εφαρμοζόμενες επί θεμάτων αθεμίτου ανταγωνισμού[19].

Εξ άλλης πλευράς, σύμφωνα με πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης, η διαφθορά πρέπει να αντιμετωπισθεί σε τρία επίπεδα:

Πρώτον σε επίπεδο πρόληψης, (μέσω εξασφάλισης διαφάνειας στην δράση της Δημόσιας Διοίκησης και των Πολιτικών Στελεχών).

Δεύτερον σε επίπεδο εκπαίδευσης των Πολιτών, με παράλληλη προώθηση κουλτούρας μη ανοχής σε μη σύννομες δράσεις.

Τρίτον σε επίπεδο αποτελεσματικής, καταστολής και επιβολής ανάλογων κυρώσεων.

Υπενθυμίζεται, ότι το Συμβούλιο των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης συνέταξε προ ετών κατάλογο περιλαμβάνοντα 20 κανόνες για την καταπολέμηση της διαφθοράς, με ειδική αναφορά στην ανάγκη περιορισμού των ασυλιών δίωξης, (ιδίως των πολιτικών προσώπων) και στην ταχεία εκδίκαση σχετικών εγκλημάτων.

Πέραν αυτών, σε διεθνές επίπεδο έχει υπογραφεί σειρά συμβάσεων καταπολέμησης της διαφθοράς όπως εκείνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης του έτους 1995, του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης του έτους 1998, του Συμβουλίου της Ευρώπης, (Group of States against Corruption), του έτους 2000, του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών του έτους 2007, κ.ά.

Σε σχέση, τέλος, με την διαφθορά η μεγάλη πρόκληση για το Ποινικό Δίκαιο είναι αυτό να περιλαμβάνει διατάξεις, βάσει των οποίων θα πατάσωνται και θα τιμωρούνται φαινόμενα διαφθοράς, ανεξαρτήτως ιδιότητας δραστών, αλλά με παράλληλο σεβασμό στην αρχή της νομιμότητας, όπως αυτή συνήθως διατυπώνεται σε ρυθμίσεις Συνταγμάτων και νόμων:

Έγκλημα δεν υπάρχει, ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο, που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της (άρθρο 7 Συντάγματος της Ελλάδος).

Λαμβάνοντας υπ΄όψει την φύση του Ποινικού Δικαίου, πρέπει να καταστεί σαφές, ότι κατά την οριοθέτηση του εγκλήματος, και των προβλεπόμενων γι’ αυτό ποινών, δεν αρκεί να επιχειρείται μόνον η ποσοτική διευθέτηση της προκληθείσας βλάβης, αλλά πρέπει παραλλήλως να επιχειρείται η αποκατάστασή της με γνώμονα ωρισμένη κατά περίπτωση κλίμακα αξιών.           

 

 

 

[1] Επιφανής Κυνικός Φιλόσοφος. Αθήνα, 444 π.Χ. – 366 π.Χ. Κατά τον ΑΝΤΙΣΘΕΝΗ οι γενικές έννοιες είναι ανύπαρκτες, κάθε δε έννοια δηλοί ένα πράγμα.

[2] G. JELLINEK, 16/6/1851 Λειψία, 12/1/1911 Χαϊδελβέργη. Μ. WEBER, 21/4/1864 Έρφουρτ, 14/6/1920 Μόναχο.

[3] Βλ. Ευάγγ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ: Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου. Έκδ. Α. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, Αθήνα, 2008, σ. 320 επόμ.

[4] Βλ. Αντ. ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ: Συνταγματική Οργάνωση του Κράτους. Έκδ. ΣΑΚΚΟΥΛΑ. Αθήνα, 2009, σ. 134 επόμ.

[5] Βλ. Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ: Συνταγματικό Δίκαιο. Τόμος Α΄. Έκδ. Α. ΣΑΚΚΟΥΛΑ. Αθήνα, 1996, σ. 86 επόμ.

[6] ΞΕΝΟΦΩΝ: Οικονομικός: 7, 4.

[7] ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Αθηναίων Πολιτεία: 59,3. Μ.Η. HANSEN: The Athenian Democracy in the Age of Demosthenes. Oxford, 1991, p. 191. ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ: Βίοι Παράλληλοι: ΣΟΛΩΝ / ΠΟΠΛΙΚΟΛΑΣ. Έκδ. ΖΗΤΡΟΣ. Αθήνα, Κεφ. 6.

[8] ΠΑΥΛΟΣ: Επιστολή Α΄ προς ΤΙΜΟΘΕΟΝ, 6, 5.

[9] Βλ. σχετικές οριοθετήσεις και προβληματισμούς στο: Γιώργος ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ: Διαφθορά και Πολιτικό Σύστημα. Η κομματοκρατία ως Πολιτικό Σύστημα. Έκδ. Πανεπιστημίου Κρήτης, 2004.

[10] Βλ. Απόστ. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ: Διαφθορά στην Δημόσια Διοίκηση και στην Πολιτική. Έκδ. Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ. Αθήνα, 2007, σ. 2.

[11] Βλ. Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, Πρωθυπουργός Ελλάδος: Η Διεθνής Διαφάνεια. Εισήγηση σε Ημερίδα. Αθήναι, 14 Ιανουαρίου 2008.

[12] Βλ.: Άρτ. Δ. ΣΑΒΒΙΔΟΥ: Θέματα Ανταγωνισμού: Ρυθμίσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης και Κρατών Μελών. Έκδ. Κ.Ε.Μ.Ε.Α. Αθήναι, 2014, σ. 11, (όπου και σχετική Βιβλιογραφία): Η παγκοσμιοποίηση, ιδίως ως προς την οικονομική της διάσταση δεν είναι μηχανικό αποτέλεσμα των νόμων της οικονομίας ή της τεχνικής, αλλά το προϊόν μίας πολιτικής εφαρμοζόμενης υπό συνόλου θεσμών και φορέων δημιουργηθέντων εκ προθέσεως προς εξυπηρέτηση συγκεκριμένων στόχων, όπως π.χ. η απελευθέρωση του εμπορίου, πράγμα το οποίο, από άλλη πλευρά, οδηγεί στην απαξίωση ή και στην εξάλειψη των εθνικών ρυθμίσεων για τις επενδύσεις, τις επιχειρήσεις κ.ά. Άλλοι ορίζουν την παγκοσμιοποίηση ως σύνολο φαινομένων, τα οποία προκύπτουν από το διαρκώς διευρυνόμενο άνοιγμα των οικονομιών μεταξύ διαφόρων Κρατών και των αναζητήσεων από τις επιχειρήσεις μεγαλύτερων ευκαιριών κέρδους. Βλ. ακόμη και: Noam CHOMSKΥ: Ο σύγχρονος ελευθεριάζων Σοσιαλισμός. Α΄ έκδ. Αθήνα 2000, σ. 109.

[13] Βλ. Β.Δ. ΔΕΛΗΘΕΟΥ: Ευρωπαϊκοί Αναπτυξιακοί Θεσμοί: Κρατικές ενισχύσεις και Ιδιωτικές επενδύσεις. Έκδ. Κ.Ε.Μ.Ε.Α. Αθήναι, 2010, σ. 45 επόμ.

[14] Κατά μία προσέγγιση, μάλλον κρατούσα, η πολιτική κουλτούρα ενός Λαού «συγκροτείται» από τις στάσεις, τις προσλήψεις, τις πεποιθήσεις, τις αντιλήψεις, τα συναισθήματα και τις αξίες, ήτοι από στοιχεία σχετιζόμενα με δεδομένο Πολιτικό Σύστημα, και τα οποία αφορούν εμμέσως ή αμέσως σε πολιτικά ζητήματα. Τα αναφερθέντα στοιχεία ενδεχομένως σε μέρος του Λαού να μην είναι πλήρως συνειδητά, αλλά να λειτουργούν (και) κατά τρόπο λανθάνοντα. Βλ. και: Α.R. BALL, B.G. PETERS: Modern Politics and Government. Ed. MacMILLAN Pr. 2000, p. 122.

[15] Βλ. συναφή θέματα στα: Κ. ΓΕ. ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ: Διοικητικό Δίκαιο. Έκδ. Κ.Ε.Μ.Ε.Α. Αθήναι, 2010, σ. 191, επόμ. R. NOE, J. HOLLENBECK, B. GERHART, P. WRIGHT, K. ΓΕ. ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ / Επιστ. Υπεύθυνος: Διαχείριση Ανθρωπίνων Πόρων. Έκδ. ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ, Αθήνα, Τόμ. Α΄, 2006, Τόμ. Β΄2007.

[16] Βλ. Κωνστ. ΓΕ. ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ: Δημόσιες Σχέσεις. Νέα έκδ. Έκδ. Κ.Ε.Μ.Ε.Α. Αθήναι, 2010, σ. 112 επόμ. Β. ΜΑΡΚΕΖΙΝΗΣ: Μία νέα εξωτερική πολιτική για την Ελλάδα. Έκδ. ΛΙΒΑΝΗΣ. Αθήναι, 2010, σ. 470: Η διαστρεβλωτική επιρροή των Μ.Μ.Ε.

[17] Βλ. Κ. ΓΕ. ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ: Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τόμ. Α΄. Έκδ. Κ.Ε.Μ.Ε.Α. Αθήναι, 2010, σ. 87 επόμ.

[18] Η διάταξη περί συμμετοχής ενός υπηκόου εξ εκάστης Χώρας Μέλους προσετέθη υπό της Συνθήκης της Νίκαιας.

[19] Βλ. εν εκτάσει: Άρτ. Δ. ΣΑΒΒΙΔΟΥ: Θέματα ανταγωνισμού: Ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Κρατών Μελών. Έκδ. Κ.Ε.Μ.Ε.Α. Αθήναι, 2014.