Γεροσκήπου: Μια πολιτιστική κληρονομιά αιώνων σε κίνδυνο. Συνέντευξη Νίκου Παλιού
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
24 Ιανουαρίου 2016Μια από τις σημαντικότερες πολιτιστικές παρεμβάσεις τοπικών αρχών στην επαρχία Πάφου, πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στη Γεροσκήπου. Πρόκειται για την έκθεση παλαιάς φωτογραφίας για την Πολιτιστική Κληρονομιά της Γεροσκήπου, η οργάνωση της οποίας, δηλώνει σήμερα στο PafosNet ο Λειτουργός Πολιτιστικών Θεμάτων και Δημοσίων Σχέσεων του Δήμου Γεροσκήπου, Νίκος Παλιός, έδωσε την ευκαιρία να αντιληφθούν όλοι τους κινδύνους που υπάρχουν ως προς την εξαφάνιση, καταστροφή ή άλλοίωση των πολιτιστικών θησαυρών ενός τόπου.
« Πρόκειται για μια έκθεση που περιλάμβανε φωτογραφίες από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και εκτεινόταν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80» ανέφερε ο Νίκος Παλιός. «Η έκθεση επικεντρωνόταν στα μνημεία, τους αρχαιολογικούς χώρους, τις τοποθεσίες, της γειτονιές και τα κτήρια της Γεροσκήπου σε άλλες εποχές. Αρκετές από τις φωτογραφίες αυτές είδαν το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά, όπως αυτές που σχετίζονται με την αποκατάσταση της Οικίας του Χατζησμίθ, το σημερινό Μουσείο Λαϊκής Τέχνης, το 1948. Μέσα από την έκθεση, η οποία ήταν ανοικτή για το κοινό, αποκαλύφθηκαν σημαντικά πολιτιστικά στοιχεία της πόλης και ξεδιπλώθηκε το παρελθόν και η ιστορία του τόπου. Η Έκθεση αυτή αποτελεί την απαρχή για τη δημιουργία ενός ιστορικού φωτογραφικού αρχείου για την πόλη μας.
Οι φωτογραφίες της Έκθεσης, όμως, έδωσαν την ευκαιρία, μέσα από τη σύγκριση του «τότε» με το «τώρα», για την εξαγωγή κάποιων συμπερασμάτων».
Επικεντρώνοντας τα πορίσματα με βάση το φωτογραφικό υλικό, ο αρμόδιος πολιτιστικός λειτουργός της δημοτικής αρχής τόνισε ιδιαίτερα τα σχετιζόμενα με την Πλατεία Γεροσκήπου.
« Στη δύση του 20ου αιώνα κρίθηκε αναγκαία η ανάπλαση της Πλατείας Γεροσκήπου», τόνισε. « Τα σχέδια εγκρίθηκαν το 2003 και το έργο ολοκληρώθηκε πριν πέντε περίπου χρόνια. Αποτέλεσμα: λόγω της έλλειψης γνώσης, ευαισθητοποίησης και συνείδησης πρώτα απ’ όλα των ίδιων των εμπλεκομένων στη λήψη των σχετικών αποφάσεων, η ιστορική πλατεία της Γεροσκήπου έχασε τη γραφικότητά της αφού, αντί να τύχει συντήρησης και αισθητικής αποκατάστασης, υπέστη μια βάναυση ανακαίνιση που αλλοίωσε ή μάλλον κατάστρεψε τη φυσιογνωμία της. Και, βέβαια, το αποτέλεσμα δεν δικαίωσε τις «προσδοκίες» εκείνων που ήθελαν να στήσουν, μέσα από την ανάπλαση της Πλατείας, ένα σκηνικό τουριστικής εκμετάλλευσης, αγνοώντας, φυσικά, ότι οι πόλεις που έχουν τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα ανά τον κόσμο είναι αυτές που διατηρούν τον παραδοσιακό χαρακτήρα και την αυθεντικότητα των ιστορικών τους κέντρων».
Συναφές με το θέμα της πλατείας, τονίζει ο κ. Παλιός, είναι και αυτό της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής, που δεσπόζει του χώρου. Για τους σκοπούς της ανάπλασης και της «ευθυγράμμισης» της πλατείας με το υψόμετρο της λεωφόρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, θυσιάστηκε ή μάλλον «βυθίστηκε» η εκκλησία και αντικαταστάθηκε το πλακόστρωτο από κυπριακή πέτρα με πέτρα από τη Βόρειο Ήπειρο, τονίζει.
« Σήμερα, οι κίονες, τα κιονόκρανα και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη, που βρίσκονταν για αιώνες στην αυλή της εκκλησίας, φυλάσσονται στο Επαρχιακό Μουσείο Πάφου. Όπως υποστήριξε και ο Καθηγητής Δημήτρης Μιχαηλίδης, όλα αυτά φαίνεται να μεταφέρθηκαν από την ερειπωμένη βασιλική του «Χρυσοχώραφου» στη νέα εκκλησία. Είναι καιρός να επιστρέψουν στην Εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και να εκτεθούν στον χώρο μέσα σε ασφαλείς συνθήκες. Μάλιστα, οι κίονες θα πρέπει να επανατοποθετηθούν στην αυλή, στα βόρεια της εκκλησίας, όπως απεικονίζονται και σε παλαιότερες φωτογραφίες».
Ολέθρια ήταν η παρέμβαση τις προηγούμενες δεκαετίες και σε άλλα ζητήματα που άπτονταν της πολιτιστικής υποδομής της Γεροσκήπου, παρατηρεί ο Νίκος Παλιός. Αναφέρει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα το παλιό κτιριακό συγκρότημα με τον κινηματογράφο, που υπήρχε στην πλατεία, κτίσμα του 1957 και το οποίο κατεδαφίστηκε το 1986 γιατί, σύμφωνα με την επικρατούσα τότε άποψη, ήταν «ένας κούλας που έκρυβε την εκκλησιά».
Σήμερα, η Γεροσκήπου, παρατηρεί ο Πολιτιστικός Λειτουργός του Δήμου, θα μπορούσε να διαθέτει το μεγαλύτερο θέατρο και το σημαντικότερο πολιτιστικό κέντρο της επαρχίας Πάφου, με πολλαπλά οφέλη για τον τόπο.
« Από την έκθεση των φωτογραφιών των περασμένων αιώνων και δεκαετιών της Γεροσκήπου», επισημαίνει, « εξάγονται ιδιαίτερα συμπεράσματα και για το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης. Από πλευράς εκθεμάτων, είναι σίγουρα το πιο σημαντικό στο είδος του στην Κύπρο. Η επισκεψιμότητά του, όμως, είναι απογοητευτική, κυρίως γιατί δεν λειτουργεί με σύγχρονες προδιαγραφές, με τον χρόνο να φαίνεται ότι σταμάτησε στα 1978.
Ένα μουσείο του σήμερα, όμως, πρέπει να προσφέρει γνώση και ψυχαγωγία στους πολίτες, να είναι οικείο και φιλικό στην κοινωνία. Δυστυχώς, η μελέτη αναβάθμισης που εκπονήθηκε από το Τμήμα Αρχαιοτήτων έμεινε στα χαρτιά, ελέω οικονομικής κρίσης. Το τέλειο άλλοθι, δηλαδή».
Ακόμη πιο απογοητευτική είναι η διαπίστωση της αντιμετώπισης που έτυχε η πολιτιστική κληρονομιά της Γεροσκήπου, στην περίπτωση του Παλαιού Μεταξουργείου, του μετέπειτα ΚΕΝ Πάφου. Ο Νίκος Παλιός παρατηρεί ότι μετά τη μετακίνηση του ΚΕΝ, το μεταξουργείο, που για πολλά χρόνια, αποτελούσε τον βασικότερο οικονομικό πνεύμονα του χωριού, μαζί με το Αγρόκτημα της Γεροκηπιάς, αφέθηκε στο έλεος του Θεού και στη φθορά του χρόνου. « Η συμφωνία που έγινε πριν λίγα χρόνια μεταξύ Δήμου, Τμήματος Πολεοδομίας και ιδιοκτήτη, πριν Λαικής και τώρα Τράπεζας Κύπρου, για την παραχώρηση στον Δήμο σημαντικών κτηρίων του τεμαχίου, ταυτόχρονα με την έκδοση πολεοδομικής άδειας, δεν ετέθη ποτέ σε εφαρμογή λόγω της προκλητικής αδιαφορίας της ιδιοκτήτριας εταιρείας», τονίζει. «Ομοίως, στην υπόθεση του Αγροκτήματος της Γεροκηπιάς: Μετά το θάνατο της τελευταίας του ιδιοκτήτριας , το 1976, το τεμάχιο πέρασε στα χέρια του Κράτος και στη συνέχεια του ΚΟΤ. Τα κτήρια, όχι μόνο αφέθηκαν στο έλεος του Θεού, αλλά και σε διάφορους επιτήδειους που για χρόνια λυμαίνονταν τον εξοπλισμό, τα κινητά μέρη και τις πέτρες τους.
Δυστυχώς, οι αρχές της πόλης, λόγω προφανώς και της άγνοιάς τους για τη σημαντικότητα του χώρου, στάθηκαν ανίκανες να προστατεύσουν το σπουδαιότερο οικοδόμημα της σύγχρονης ιστορίας της Γεροσκήπου. Αν περιμένουμε την αξιοποίηση του χώρου, χωρίς να προηγηθούν σωστικές εργασίες, τότε τίποτα δεν θα μείνει όρθιο».
Καταλήγοντας ο κ. Παλιός επισημαίνει ότι το κληροδότημα των Ιερών Κήπων, αναπόσπαστο μέρος του οποίου αποτελεί ο χώρος που σήμερα είναι γνωστός ως «Κάτω Βρύση», αποτελεί το ισχυρότερο πολιτισμικό κεφάλαιο της Γεροσκήπου. Η παρακαταθήκη αυτή, δυστυχώς, δεν έχει τύχει του αναγκαίου σεβασμού και, ακόμα περισσότερο, δεν έχει εκτιμηθεί σωστά ούτε έχει αξιοποιηθεί προς όφελος της πόλης και των κατοίκων.
«Αντίθετα, η κύρια πηγή του Ιερού Κήπου και ο χώρος που την συνθέτει, έγιναν θυσία στα αναπτυξιακά έργα ιδιωτών, τα οποία αλλοίωσαν τη φυσιογνωμία της περιοχής».