Νίκος Σεργίδης: Η ομιλία του στην ημερίδα για τους αγνοούμενους στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφος
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
06 Νοεμβρίου 2023Επιτρέψατέ μου να αρχίσω την εισήγηση αναφέροντας εν συντομία τί με συνδέει με το θέμα των Αγνοουμένων της Κύπρου. Ο μικρότερος μου αδελφός αγνοείται η τύχη του από τον Αύγουστο του 1974 κατά τη διάρκεια της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Βίωσα το μαρτύριο του αγνοούμενου στην οικογένεια και τον πόνο των γονηών μου που έφυγαν με το πικρό παράπονο πως ποτέ δεν έμαθαν τί απέγινε το παιδί τους.
Ασχολούμαι με το θέμα των Αγνοουμένων του 1974 εδώ και 49 χρόνια ως μέλος της Οργάνωσης Συγγενών, ως Γενικός Γραμματέας και ως Πρόεδρος τα τελευταία δώδεκα χρόνια. Έζησα, βήμα προς βήμα την πορεία του θέματος και τις συμπεριφορές των εμπλεκόμενων μερών και του διεθνούς παράγοντα.
Αν και άμεσα επηρεαζόμενος, που παραδέχομαι πως κουβαλάω μέσα μου την πικρία πως ύστερα από μισό αιώνα εξακολουθεί κατ’ απαράδεκτο τρόπο να μην έχει βρει τη λύση του ένα τόσος ανθρωπιστικό πρόβλημα, θα προσπαθήσω να παρουσιάσω το θέμα των Αγνοουμένων του 1974 όσο γίνεται αντικειμενικά και χωρίς υποκειμενισμό.
Όπως έχουμε ακούσει από τον προηγούμενο ομιλητή, το φίλο Χάρη Συμεωνίδη, το θέμα των Αγνοουμένων της Κύπρου αρχίζει να παρουσιάζεται από τις διακοινοτικές ταραχές του 1963-64. Σύμφωνα με τις επίσημες εκθέσεις του Γενικού Γραμματέας του ΟΗΕ, καταγράφονται τότε 203 Τ/Κ και 43 Ε/Κ αγνοούμενοι. Μελετώντας τα στοιχεία της περιόδου εκείνης φαίνεται πως οι ενέργειες από τις αρμόδιες αρχές για διερεύνηση αυτών των υποθέσεων είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Αυτό δεν αφορά μόνο τις περιπτώσεις των Τ/Κ αγνοουμένων, αλλά και των Ε/κ αγνοουμένων, που περιορίζονται σε μια λακωνική αστυνομική ανακοίνωση. Αποτέλεσμα αυτής της αδράνειας ήταν να αναλάβουν οι ίδιοι οι συγγενείς την προσπάθεια ανεύρεσης πληροφοριών για την τύχη των δικών τους.
Η ίδια τακτική ακολουθήθηκε και τα πρώτα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Η ανυπαρξία Υπηρεσιών και προσωπικού χωρείς την απαραίτητη τεχνογνωσία σε θέματα αγνοουμένων , είχε ως αποτέλεσμα οι συγγενείς να αρχίζουν από μόνοι τους να ενεργούν. Ειδοποιός διαφορά ήταν πως το Σεπτέμβριο του 1974 κλιμάκιο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού καταφθάνει στην Κύπρο για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του τεράστιου προβλήματος των 200,000 εκτοπισθέντων και να συνδράμει στη βελτίωση συνθηκών διαβίωσης των 18000 εγκλωβισμένων στις κατεχόμενες περιοχές. Όταν αντιλαμβάνονται πως υπάρχει ένα ακόμη σοβαρό πρόβλημα εξαφανισθέντων δημιουργεί ειδικό γραφείο αναζήτησης ( Tracing agency ) και αρχίζει την καταγραφή των αγνοουμένων και από τις δύο κοινότητες.
Οι δηλώσεις και οι πληροφορίες για τους Ε/Κ αγνοουμένους δίδονται ως επί το πλείστων από τις οικογένειες τους. Για τους Τ/Κ αγνοουμένους οι δηλώσεις γίνονται από το Γραφείο του αντιπροέδρου Ραούφ Ντεκτάς.
Εν τω μεταξύ ύστερα από έντονες πιέσεις των συγγενών των Ε/Κ αγνοουμένων και τις υποδείξεις των εκπροσώπων του ΟΗΕ και του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού τον Ιανουάριο του 1975 συμφωνείται μεταξύ των δύο κοινοτήτων η δημιουργία της Υπεπιτροπής για εξέταση των Ανθρωπιστικών Θεμάτων. Η Υπεπιτροπή αυτή είναι βραχύβια και αυτοδιαλύεται τον Ιούνιο 1975 χωρίς να μπορέσει να δώσει στοιχεία ‘έστω και για ένα αγνοούμενο. Στην τελευταία συνεδρία της Υπεπιτροπής ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός παραδίδει επίσημα στις δύο πλευρές καταλόγους αγνοουμένων που ετοίμασε. Σύμφωνα με τους καταλόγους αυτούς με ημερ. 10/4/1975 αναφέρονται 2,228 περιπτώσεις Ε/Κ και Ελλαδιτών Αγνοουμένων εκ των οποίων 829 ως μη επιβεβαιωμένες και 108 Τ/Κ αγνοουμένων.
Ο κατάλογος των Ε/Κ αγνοουμένων ολοκληρώνεται μετά από σε βάθος μελέτης της κάθε περίπτωσης από τις αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους και συμπεριλαμβάνει 1619 άτομα. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται 116 γυναίκες, 32 παιδία και 83 Ελλαδίτες.
Ακολουθεί μια περίοδος έντονης αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πλευρών για το θέμα, που κυρίως οφείλεται στην άρνηση της τουρκικής πλευράς να συζητήσει το θέμα. Ισχυρίζεται πως τέτοιο θέμα δεν υπάρχει και προβάλλεται για σκοπούς προπαγάνδας και όσοι Ε/Κ ελλείπουν θα πρέπει ν’ αναζητηθούν στο πραξικόπημα εναντίων του Προέδρου Μακαρίου. Η Ε/Κ πλευρά καταγγέλλει την τουρκικής στάση και προσφεύγει στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και στην τότε Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Τόσον η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, όσο και το Συμβούλιο της Ευρώπης υιοθετούν σειράν αποφάσεων που ζητούν να γίνουν σεβαστά τα ανθρώπινα δικαιώματα των Αγνοουμένων και των οικογενειών τους. Ενδεικτικά αναφέρονται τα συμπεράσματα της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, που αναφέρουν «υπάρχει υπόθεση τουρκικής ευθύνης για την τύχη προσώπων που αποδεδειγμένα βρίσκονταν υπό τουρκική κράτηση. Εν τούτοις, με βάση τα στοιχεία που έχει η Επιτροπή ενώπιόν της, δεν είναι σε θέση να επιβεβαιώσει κατά πόσο και κάτω από ποιες συνθήκες έχουν στερηθεί της ζωής τους» ( απόφαση αρ. 6950/75 ημέρ 10 Ιουλίου 1976 που υιοθετήθηκε με 17 ψήφους υπέρ και 1 εναντίον της Τουρκίας).Επίσης στην έκθεση της με αρ. 8007/77 ημερ 4 Οκτωβρίου 1983 αναφέρει: «στοιχειοθετείτε σε περιπτώσεις και υπάρχουν ενδείξεις σε απροσδιόριστο άλλο αριθμό υποθέσεων, ότι Ε/Κ που εξακολουθούν ν’ αγνοούνται, έχουν στερηθεί παράνομα την ελευθερία τους, βρισκόμενοι υπό τουρκική κράτηση το 1974. Σημειώνοντας πως η Τουρκία απέτυχε να δώσει εξηγήσεις για την τύχη αυτών των προσώπων , η Επιτροπή με 19 ψήφους υπέρ και 1 εναντίον καταλήγει πως η Τουρκία έχει παραβιάσει το άρθρο 5 της Σύμβασης».
Σημαντικός σταθμός στην πορεία του θέματος είναι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που λήφθηκε στην διακρατική προσφυγή Κύπρος εναντίων Τουρκίας αρ. 25781/94 και σε αριθμό ατομικών προσφυγών οικογενειών εναντίον της Τουρκίας. Στη διακρατική προσφυγή το Δικαστήριο με την απόφασή του ημερ. 10 Μαΐου 2001, αποφαίνεται πως:
(α) «υπάρχει συνεχιζόμενη παραβίασης των άρθρων 2 και 5 της Σύμβασης, λόγω της αποτυχίας των Αρχών του εναγομένου Κράτους να προβεί σε αποτελεσματική έρευνα για να διακριβωθεί η τύχη Ε/Κ αγνοουμένων, που εξαφανίσθηκαν κάτω από συνθήκες που συνιστούσαν απειλή για τη ζωή τους και για τους οποίους υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση πως βρίσκονται υπό φρούρηση κατά την ώρα της εξαφάνισης τους».
(β) Το Δικαστήριο παρατηρεί πως η παράλειψη των Αρχών του εναγομένου Κράτους να κάμει έρευνα, με αποτέλεσμα την έλλειψη οποιασδήποτε πληροφορίας για την τύχη των Αγνοουμένων προσώπων, κατεδίκασε τους συγγενείς τους να ζουν μια παρατεταμένη και έντονη αγωνία. Τούτο συνιστά συνεχιζόμενη παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης, όσον αφορά τους συγγενείς των Ε/Κ αγνοουμένων κατά την υπό εξέταση περίοδο».
Η Τουρκία δίδει έντονη μάχη κατά τη διαδικασία της δίκης και δηλώνει πως δεν θα εφαρμόσει την απόφαση. Η ολομέλεια του ΕΔΑΔ με νέα απόφαση της επιδικάζει στις 12 Μαΐου 2014 ηθική αποζημίωση 30εκατομμυρίων στις οικογένειες των Αγνοουμένων και 60 εκατομμυρίων στους εγκλωβισμένους, υποχρέωση που μέχρι σήμερα δεν έχει εφαρμοσθεί από την Τουρκία.
Επακόλουθο της απόφασής του ΕΔΑΔ είναι η τακτική παρακολούθηση του θέματος από την Επιτροπή αναπληρωτών Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης που εξετάζει το βαθμό συμμόρφωσης της Τουρκίας. Το θέμα από το 2001 βρίσκεται μονίμως στην ημερήσια διάταξη της Επιτροπής. Η τελευταία φορά που το θέμα απασχόλησε την Επιτροπή ήταν τον περασμένο Μάρτιο.
Η Επιτροπή η οποία αποτελεί πολιτικό Σώμα και τα κριτήρια της κάθε άλλο παρά είναι το ανθρωπιστικό δίκαιο, παρά τη διαπίστωση πως η πορεία του θέματος δεν είναι αυτή που καθόριζε η απόφαση του ΕΔΑΔ, όλα αυτά τα χρόνια περιορίζεται στην έγκριση ενδιάμεσων ψηφισμάτων ( interim resolutions) , που δεν προσφέρουν καμία ουσιαστική βοήθεια στην προώθηση το θέματος και απλά αποτελούν ευχολόγια.
Μια δεύτερη παράλληλη πορεία για προώθηση και λύση του προβλήματος ήταν μέσα από τα αρμόδια όργανα του ΟΗΕ, που μεταξύ των ετών 1975 και 1982 υιοθέτησε σειρά ψηφισμάτων για το θέμα. Το πιο αξιόλογο ήταν το ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ R.32/28 ημερ. 16/12/77, που προνοούσε τη σύσταση Διερευνητικής Επιτροπής για να εξετάσει το θέμα. Η Επιτροπή αυτή είναι γνωστή μας σήμερα ως ΔΕΑ, για την οποία θα έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε για τις εργασίες, τα προβλήματα και τα αποτελέσματα της από τους πλέον ιθύνοντες, τα τρία μέλη της. Εκείνο που θα επιχειρήσω εν συντομία είναι μια ιστορική αναδρομή για το πως δημιουργήθηκε και πως έφτασε στη σημερινή της μορφή.
Η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ για σύσταση της Επιτροπής έρευνας πολεμήθηκε άγρια από πλευράς Τουρκίας και μετά την υιοθέτηση του η Τουρκία δήλωσε ξεκάθαρα πως δεν πρόκειται να το εφαρμόσει. Εν τω μεταξύ ο Αμερικανικός παράγοντας αναπτύσσει έντονο παρασκήνιο και επιτυγχάνει να πείσει τις δύο πλευρές να συζητήσουν το ενδεχόμενο σύστασης Επιτροπής έρευνας. Μετά από πάροδο δύο ετών και υποχωρήσεις από θέσεις αρχών, έγινε κατορθωτή συμφωνία, στη βάση συμβιβαστικής φόρμουλας που υπέβαλαν οι Αμερικανοί γνωστό ως σχέδιο Μεσβίνσκυ και είναι οι 13 όροι εντολής, στην βάση των οποίων λειτουργεί η ΔΕΑ. Τονίζω αυτό που ανέφερα , υποχώρηση από θέσεις αρχών. Γιατί οι όροι εντολής της ΔΕΑ, που ειρήσθω εν παρόδω, τελεί υπό την αιγίδα του ίδιου του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ καταπατεί κατάφωρα βασικές αρχές του διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου, αλλά κι αυτού του διεθνούς ποινικού κώδικα. Η αποδοχή της συμφωνίας έγινε με δυσαρέσκεια και από τις δύο πλευρές . Η μεν Κυπριακή Κυβέρνηση τη θεωρούσε ως πολύ αδύνατη και ανεπαρκή, που όμως την αποδέχθηκε κάτω από την πίεση των συγγενών που αδημονούσαν και το θεωρούσαν κάτι περισσότερο από το τίποτα που υπήρχε τότε. Η δε τουρκική πλευρά γιατί με κανένα τρόπο δεν ήθελε να υπάρξει έστω και στοιχειώδης έρευνα γύρο από το θέμα.
Μετά τη συμφωνία η Κυπριακή Κυβέρνηση ορίζει ως εκπρόσωπο της Ε/Κ πλευράς τον τότε Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Κρίτωνα Τορναρίτη, ενώ η τουρκική πλευρά δεν προχωρεί στον ορισμό Εκπροσώπου της. Μετά παρέλευση δύο ετών και πάλι με τη διαμεσολάβηση των Αμερικανών η τουρκική πλευρά διορίζει ως εκπρόσωπο της, την Τ/Κ Λατιφέ Μπιρκέν και αργότερα των Ρουστέμ Τατάρ. Η Ε/Κ πλευρά ορίζει ως αντικαταστάτη του υπέργηρου Κρίτωνα Τορναρίτη τον Φρίξο Μιχαηλίδη και αργότερα τον Ηλία Γεωργιάδη. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ διορίζει τον Ελβετό αξιωματούχο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού Κλώντ Μπιγιού. Έτσι άρχισαν οι συνεδρίες της ΔΕΑ που μέχρι το 2004 για 20 περίπου χρόνια περιορίζονταν σε συζητήσεις διαδικαστικής φύσεως θέματα.
Η όλη κατάσταση διαφοροποιείται το 2004 όταν ο Τούρκος αντιπρόσωπος στο Συμβούλιο της Ευρώπης ανακοινώνει πως η Τουρκική πλευρά είναι έτοιμη να συμμετάσχει ενεργά στη ΔΕΑ, η οποία και θα μπορούσε να αρχίσει αμέσως το ερευνητικό της έργο συμπεριλαμβανομένων και εκταφών.
Ως συγγενείς χαιρετίζουμε την εξέλιξη αυτή. Σταθήκαμε και συνεχίζουμε να στεκόμαστε δίπλα στη ΔΕΑ παρά τις αδυναμίες της και παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Δεν μπορεί να είμαστε ικανοποιημένοι από τα μέχρι σήμερα αποτελέσματά της. Όμως βλέπουμε πως τα μέλη της έχουν ενδεδειγμένη ανθρωπιστική προσέγγιση και θα βρουν τους τρόπους ώστε να υπάρξει η πολιτική βούληση και διάθεση να βοηθηθεί το έργο της και να καταστεί πλήρως αποτελεσματικό.
Τελειώνοντας θα ήθελα να κλείσω με αυτό που άρχισα. Η διεθνής Κοινότητα έχει υποχρέωση να βρει τους τρόπους εκείνους που θα εξαλείψουν, ή έστω να περιορίσουν δραστικά το απαράδεκτο και απάνθρωπο φαινόμενο των ακούσιων εξαφανίσεων, των ομήρων και των αγνοουμένων.