Pafos Net

Η απειλή Τραμπ για τη «νομισματική ειρήνη»

title image

Των Σπύρου Βλιάμου* και Κωνσταντίνου Γκράβα**

Στο βιβλίο του «Σημεία ανάφλεξης», ο Τζωρτζ Φρίντμαν γράφει ότι η ύπαρξη κοινών οικονομικών συμφερόντων μεταξύ δύο χωρών συνδέεται πάντοτε με την ανησυχία μήπως η μία πλευρά επιδιώξει να εκμεταλλευτεί τη θέση της, αποσυρθεί από τη σχέση αυτή για να πάει με κάποιον άλλον, ή δεν καταφέρει να τηρήσει τις συμφωνημένες δεσμεύσεις. Η αλληλεξάρτηση, συμπεραίνει ο ίδιος, μπορεί να δημιουργήσει είτε ασφάλεια, είτε ανασφάλεια και πόλεμο. Σε πρόσφατη συνέντευξη στους Financial Times, ο Μπενουά Κερέ, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), υπογραμμίζει το είδος της παγκόσμιας συνεργασίας που επιτεύχθηκε μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008, όταν οι νομισματικές αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, της Ευρώπης και της Κίνας διοχέτευσαν τεράστια ποσά προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη μεγάλη οικονομική ύφεση. 

Στην ουσία, η ύπαρξη κοινού συμφέροντος των τριών μεγάλων οικονομικών δυνάμεων της σύγχρονης εποχής (ΗΠΑ-Γερμανίας-Κίνας) δημιούργησε νομισματική αλληλεξάρτηση στο πλαίσιο της κατάστασης που ονομάζουμε «νομισματική ειρήνη»· τη συντονισμένη, δηλαδή, δράση των δυνάμεων αυτών με σκοπό τη διατήρηση του status quo του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, προκειμένου να διατηρηθεί το διεθνές νομισματικό καθεστώς που υπήρχε προτού ξεσπάσει η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση. Η διατήρηση και διαφύλαξη της νομισματικής ειρήνης οδηγεί στη συνεργασία μεταξύ της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Federal Reserve) και της ΕΚΤ, στον βαθμό βέβαια που οι οικονομικοί κύκλοι στις δύο πλευρές του Ατλαντικού δεν αποκλίνουν τόσο ώστε να περιορίζεται η δυνατότητα συνεργασίας μεταξύ των δύο μεγάλων κεντρικών τραπεζών.    

Υπό το πρίσμα αυτό, η πρόσφατη ασυνήθιστη παρέμβαση του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, στη νομισματική πολιτική της ζώνης του ευρώ, με τη δήλωσή του μέσω Twitter η οποία στόχευσε κατά του επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, μπορεί να θεωρηθεί ως απειλή για τη νομισματική ειρήνη. Κατά τον Τραμπ, η ανακοίνωση Ντράγκι για περαιτέρω μέτρα χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής οδήγησε σε πτώση του ευρώ έναντι του δολαρίου στη διεθνή αγορά συναλλάγματος, καθιστώντας το κοινό νόμισμα με αθέμιτο τρόπο ανταγωνιστικότερο και προσδίδοντας αντίστοιχο πλεονέκτημα στην Ευρωζώνη έναντι των ΗΠΑ. Μάλιστα ο Αμερικανός πρόεδρος συνέδεσε την εν λόγω πρακτική με εκείνη της Κίνας, επισημαίνοντας ότι και οι χώρες μέλη του ευρώ το κάνουν επί χρόνια και γλιτώνουν τις συνέπειες. Πάντως, και ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Στίβεν Μνιούτσιν, είχε ταχθεί τον Ιανουάριο του 2018, στο διεθνές οικονομικό φόρουμ του Νταβός, υπέρ της υποτίμησης του αμερικανικού δολαρίου, θεωρώντας ότι το φθηνότερο δολάριο θα ενισχύσει τις αμερικανικές εξαγωγές. Για να εισπράξει την έμμεση πλην σαφή κριτική από τον Μάριο Ντράγκι, ο οποίος αναφέρθηκε τότε σε δηλώσεις μη Ευρωπαίων αξιωματούχων για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, που αντιβαίνουν τη δέσμευση των χωρών να μην θέτουν στόχους για τις ισοτιμίες νομισμάτων με γνώμονα ανταγωνιστικούς σκοπούς.

Ωστόσο στην παρούσα συγκυρία δεν έχουμε ακόμη νομισματικό πόλεμο. Στη διεθνή βιβλιογραφία, η ιστορική αναδρομή σε ανάλογες συνθήκες που οδήγησαν τις θεσμικά αρμόδιες νομισματικές αρχές στην απόφαση να προβούν σε υποτίμηση του νομίσματος για να βοηθήσουν την εγχώρια οικονομία της χώρας τους, κάνοντας τις εξαγωγές διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών φθηνότερες και βελτιώνοντας έτσι την διεθνή ανταγωνιστικότητα, παραπέμπει στις πολιτικές του τύπου «φτωχοποίησε τον γείτονα» («beggar-thy-neighbor») της δεκαετίας του 1930. Η οικονομολόγος Τζόαν Ρόμπινσον περιέγραψε το φαινόμενο των αλλεπάλληλων ανταγωνιστικών υποτιμήσεων νομισμάτων μετά τo κραχ του 1929 και την άτακτη εγκατάλειψη του «κανόνα του χρυσού» από τις ανεπτυγμένες οικονομίες της ευρωπαϊκής ηπείρου με επίκεντρο το Ηνωμένο Βασίλειο στις αρχές εκείνης της δεκαετίας. Κατά την οικονομολόγο Κάρμεν Ράινχαρτ του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, εξάλλου, η αστάθεια στη διεθνή αγορά συναλλάγματος είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται εδώ και δεκαετίες, εάν όχι αιώνες. Ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του συστήματος Bretton Woods, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, οι μεγάλες υποτιμήσεις ή και καταρρεύσεις νομισμάτων αποτέλεσαν κάτι σύνηθες μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ωστόσο, επισημαίνει η ίδια, οι περιπτώσεις λιγόστεψαν αισθητά κατά τη χρονική περίοδο μετά το 2004, διάστημα το οποίο μπορεί να θεωρηθεί στην οικονομική ιστορία μάλλον ως η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.

Στην πρόσφατη μεγάλη κρίση, το ανακοινωθέν των υπουργών Οικονομικών και διοικητών των κεντρικών τραπεζών του G-20, τον Οκτώβριο του 2010, διατύπωνε την ανάγκη να αποτραπεί μια ατέλειωτη μάχη στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, υπογραμμίζοντας μεταξύ άλλων ότι «οι προηγμένες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που έχουν αποθεματικά νομίσματα, θα είναι σε επαγρύπνηση ενάντια στην υπερβολική μεταβλητότητα και στις ανεξέλεγκτες διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών». Οι εν λόγω αξιωματούχοι των μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη εξακολουθούν στην παρούσα φάση να συμφωνούν πως δεν θα συνέφερε κανέναν ένας νομισματικός πόλεμος. Μέχρι και σήμερα άλλωστε, στον νομισματικό άξονα της «Κιμερικής» (για να χρησιμοποιήσουμε τον νεολογισμό του ιστορικού του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, Νίαλ Φέργκιουσον), οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να χρειάζονται τα κεφάλαια της Κίνας για να διατηρούνται χαμηλά τα μακροπρόθεσμα επιτόκια του δολαρίου, ενώ η Κίνα χρειάζεται τη νομισματική σταθερότητα των ΗΠΑ έχοντας ελεγχόμενα προσδεδεμένο το κινεζικό νόμισμα και εισάγοντας την αμερικανική νομισματική πολιτική στην εγχώρια οικονομία της.

Όσο για τη διατλαντική νομισματική ισορροπία, υφίσταται το παράδοξο που επισημαίνει ο Νομπελίστας οικονομολόγος, Χριστόφορος Πισσαρίδης, «ότι η Αμερική ακολουθεί επεκτατική πολιτική, αυξάνοντας το δημόσιο χρέος σε μια εποχή που ήδη η ανάπτυξη είναι υψηλή, ενώ η Γερμανία επιβάλει μια πολιτική λιτότητας σε ολόκληρη την Ευρωζώνη σε μια εποχή κρίσης και ανάπτυξης ισχνής»· και οι δύο χώρες, δηλαδή, πράττουν τα αντίθετα από αυτά που υποστήριξε ο Κέινς, με αποτέλεσμα να συσσωρεύουν προβλήματα στην παγκόσμια οικονομία (Συνέντευξη στην «Καθημερινή», 14.05.2018). Σε αυτό το πλαίσιο η καλύτερη απάντηση είναι ο σεβασμός, από τους πολιτικούς ηγέτες, της θεσμικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών. Βεβαίως, όπως υποδεικνύει ο πρώην αντιπρόεδρος της Fed, Στάνλεϊ Φίσερ, ακόμη και μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα που μπορεί να πάρει μια πιο μακροπρόθεσμη και απολιτική άποψη για το τι είναι καλό για την οικονομία, οφείλει να συνηθίσει στην ιδέα της συνεργασίας με την κυβέρνηση σε τομείς αμοιβαίου ενδιαφέροντος. Τόσο η εγχώρια όσο και η διεθνής συνεργασία είναι πολύτιμη. Το ίδιο και η «νομισματική ειρήνη»…    

 

* Ο Σπύρος Βλιάμος είναι Κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών Επιστημών και Διοίκησης του Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου, και Ομότιμος Καθηγητής του Εθνικού & Καποδιστριακού Παν/μίου Αθηνών.

** Ο Κωνσταντίνος Γκράβας είναι αναλυτής διεθνών αγορών και επισκέπτης καθηγητής στην Αεροπορική Σχολή Πολέμου (ΑΣΠ). Το βιβλίο του «Οικονομικός Πόλεμος και Νομισματική Ειρήνη - Η Ελληνική Οικονομική Κατάθλιψη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρης.