Το έγκλημα της Γενοκτονίας στο Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου
ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ
21 Νοεμβρίου 2023ΔΡ ΣΑΒΒΑΣ ΟΡΦΑΝΟΣ
Καταρχάς, ο ορισμός του εγκλήματος της Γενοκτονίας περιέχεται στη Σύμβαση για την πρόληψη και τιμωρία της Γενοκτονίας της 9-10-1948, και ενσωματώνεται στα Καταστατικά ad hoc ποινικών δικαστηρίων που συστήθηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας για να δικάσουν όσους κατηγορούνταν για Γενοκτονία και άλλα εγκλήματα στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στη Ρουάντα, ενώ επαναλαμβάνεται στο «Καταστατικό της Ρώμης» του ΔΠΔ. Γενικότερα, η έννοια του όρου «Γενοκτονία» προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «γένος» και «κτείνω» («φονεύω»). Ο ελληνικός και διεθνής όρος λοιπόν δημιουργήθηκαν επίσημα ως όρος διεθνούς δικαίου μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Με τον όρο αποδίδεται κυριολεκτικά η από τους αρχαιότατους χρόνους υφιστάμενη έννοια, και ακριβέστερα ένα από τα αρχαιότερα μαζικά εγκλήματα που αποβλέπουν στη συστηματική, με βίαια ως επί το πλείστον μέσα, επιδιωκόμενη εξόντωση ολόκληρης φυλής ή τμήματος αυτής σε ορισμένο τόπο. Η Γενοκτονία είναι νοητό να επιδιωχθεί είτε με μια σειρά ομαδικών ανθρωποκτονιών, όλων ή σχεδόν όλων των μελών μιας φυλής, είτε με μια συστηματική «εξασθένιση» αυτής με διάφορα μέσα μέχρι και τη βαθμιαία εξάλειψη της φυλής.
Στα επίμαχα βίαια μέσα περιλαμβάνονται και μια σειρά απαγορευτικών μέτρων επί εθνικών, θρησκευτικών, γλωσσικών, ηθικών, ιστορικών ή άλλων παραδόσεων, προκειμένου να επέλθει μια διαφοροποίηση ή αλλοίωση της καταδιωκόμενης φυλής με βέβαιη τη συν τω χρόνω απώλεια του εθνικού και φυλετικού γνωρίσματός της. Ωστόσο, η απόδοση του όρου για μια συγκεκριμένη ενέργεια, οργανωμένου χαρακτήρα, ενέχει ορισμένα υποκειμενικά κριτήρια και τα τελευταία χρόνια έχει προκαλέσει αρκετές φορές σημαντική διάσταση απόψεων. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της «Σύμβασης για την Πρόληψη και Καταστολή Εγκλημάτων Γενοκτονίας», η Γενοκτονία ορίζεται ως: «...οποιαδήποτε από τις παρακάτω πράξεις με στόχο το μερικό ή ολικό αφανισμό μιας φυλετικής, εθνικής ή θρησκευτικής ομάδας,όπως:1)Θανάτωση των μελών της ομάδας, 2)Πρόκληση σοβαρής σωματικής ή ψυχικής βλάβης σε μέλη της ομάδας, 3)Σκόπιμη επιβολή συνθηκών ζωής με στόχο το φυσικό αφανισμό, ολικό ή μερικό, μελών της ομάδας, 4)Επιβολή μέτρων που αποσκοπούν στην παρεμπόδιση γεννήσεων εντός της ομάδας, 5)Διά της βίας μεταφορά ανήλικων μελών της ομάδας σε κάποια άλλη».
Σημειώνεται ότι ο όρος «Γενοκτονία» χρησιμοποιείται αποκλειστικά όταν οι παραπάνω πράξεις αποτελούν πρωταρχικό στόχο και «πυρήνα» λήψης της πολιτικής απόφασης. Όταν όμως ο πρωταρχικός στόχος είναι διαφορετικός και τα παραπάνω προκύπτουν σαν αποτέλεσμα άσκησης πολιτικής, τότε ο όρος «Γενοκτονία» αμφισβητείται και συχνά χρησιμοποιείται σαν άσκηση πολιτικής στη διεθνή διπλωματία.Το ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος δύναται να είναι οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο, είτε κατέχει υψηλή θέση στη στρατιωτική ή στην πολιτική ιεραρχία, π.χ. ο Αρχηγός Κράτους ή Κυβέρνησης, κυβερνητικός αξιωματούχος ή ο αξιωματικός των ενόπλων δυνάμεων, ή απλός πολίτης. Παράλληλα, εκ της γραμματικής διατύπωσης του άρθρου 6 ΚΔΠΔ συνάγεται ότι η Γενοκτονία έχει πέντε τρόπους τέλεσης με αποκλειστική απαρίθμηση. Συνεπώς, η Γενοκτονία είναι πολύτροπο έγκλημα.
Περαιτέρω, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος δεν απαιτείται σωρευτική πραγμάτωση όλων των τρόπων τέλεσής της, αλλά αρκεί η τέλεση από τον φυσικό αυτουργό, έστω και μιας μόνο από τις άδικες πράξεις. Πρώτον, η «ανθρωποκτονία μελών της ομάδας» είναι έγκλημα Γενοκτονίας, που αποσκοπεί στη φυσική εξόντωση των μελών της ομάδας, κατά της οποίας αυτή στρέφεται. Η εξόντωση πραγματοποιείται με την αφαίρεση της ζωής των μελών της βαλλόμενης ομάδας, που επιτυγχάνεται με μαζικές εκτελέσεις, καταστροφή κοινωφελών εγκαταστάσεων, εμπρησμό οικιών των θυμάτων, και τον διά της βίας περιορισμό τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου θανατώνονται ή εγκαταλείπονται να πεθάνουν. Αξιώνεται εδώ η θανάτωση τουλάχιστον δύο μελών της ομάδας, αφού γίνεται λόγος για μέλη, παιδιά κτλ, ήτοι για πληθυντικό αριθμό. Ονομάζεται αλλιώς «φυσική» ή «βιολογική» γενοκτονία, και διαφοροποιείται από την «πολιτιστική» γενοκτονία.
Ερμηνευτικό ζήτημα ανακύπτει από το ότι ο όρος «ανθρωποκτονία», ή αλλιώς «θανάτωση», καίτοι περιγράφει άδικη πράξη, που πληροί την ειδική υπόσταση της Γενοκτονίας, δηλαδή αφαίρεση ανθρώπινης ζωής, αδυνατεί να καταστήσει σαφές αν περιλαμβάνει μόνο την εκ προθέσεως ανθρωποκτονία ή επεκτείνεται και στην εξ αμελείας ανθρωποκτονία. Η νομολογία βέβαια των ad hoc Διεθνών Δικαστηρίων υιοθέτησε τη στενότερη ερμηνεία της ανθρωποκτονίας αποκλείοντας τοιουτοτρόπως την εξ αμελείας ανθρωποκτονία. Εντούτοις, πρόκειται για «ψευτοδίλημμα», καθώς το άρθρο 30 του ΚΔΠΔ oδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε επέκταση αξιοποίνου και στην «εξ αμελείας» ανθρωποκτονία προσκρούει άμεσα στη γραμματική διατύπωση του Καταστατικού. Εξάλλου, σε περίπτωση αμφιβολίας για την υιοθέτηση της μιας ή της άλλης ερμηνευτικής εκδοχής, κατά γενική αρχή του ποινικού δικαίου πρέπει να υιοθετηθεί η επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο.
Έτερο ερμηνευτικό ζήτημα, πέραν της αμέλειας, είναι ότι στα «Στοιχεία των Εγκλημάτων» αναφέρεται ότι ο όρος «σκότωσε» είναι ισοδύναμος με τον όρο «προκάλεσε τον θάνατο», με αποτέλεσμα τη διεύρυνση αιτιότητας και τη «χρέωση» ανθρωποκτονιών και σε περιπτώσεις όπου ο φυσικός αυτουργός δεν πραγματώνει την ανθρωποκτονία, αλλά π.χ. εξωθεί το θύμα σε αυτοκτονία. Είναι σαφές ότι τέτοια ερμηνεία προκαλεί σημαντική «ρωγμή» στην εγγυητική λειτουργία του ποινικού δικαίου, όπως αυτή εκφράζεται και μέσα από τη γραμματική διατύπωση. Τέλος, κομβικό ζήτημα είναι το αν η ανθρωποκτονία μπορεί να διαπραχθεί και διά παραλείψεως, με τη νομολογία των ad hoc δικαστηρίων να υιοθετεί την καταφατική εκδοχή.
Δεύτερον, για την «πρόκληση βαρείας σωματικής ή διανοητικής βλάβης σε μέλη της ομάδας» τονίζεται ότι συνιστά «φυσική» Γενοκτονία, και πραγματώνεται αντικειμενικώς με προσβολές κατά σωματικής και πνευματικής ακεραιότητας ατόμων, κατά των οποίων αυτές στρέφονται. Δε χρειάζεται να επέλθει το αποτέλεσμα του θανάτου και έτσι πρόκειται για ευρύτερη ποινική πρόβλεψη. Η βλάβη, σωματική ή διανοητική, δεν αρκεί να είναι απλή ή επικίνδυνη, αλλά βαριά, ήτοι να συνιστά σοβαρή και μακροχρόνια σωματική ή διανοητική δυσλειτουργία, και να μην εξαντλείται σε πρόσκαιρη δυστυχία, ενόχληση ή ταπείνωση. Ειδικότερα, βλάβη σωματικής ακεραιότητας δύναται να προέλθει από βασανιστήρια, καθώς και από κάθε μορφή απάνθρωπης ή ταπεινωτικής συμπεριφοράς, εξανδραποδισμό, ασιτία, περιορισμό σε γκέτο ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης υπό συνθήκες που υποβιβάζουν το άτομο και παραβιάζουν κατάφωρα θεμελιώδη δικαιώματά του, ακρωτηριασμό, βιασμό ή κάθε άλλη μορφή σεξουαλικής βίας, σε συνδυασμό με ξυλοδαρμό ή απειλή θανάτωσης, ενώ βαριά βλάβη στις διανοητικές λειτουργίες δύναται να προκληθεί και από συνεχή χορήγηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών.
Τρίτον, αναφορικά με την «Επιβολή επί της ομάδας συνθηκών ζωής υπολογισμένων να επιφέρουν την φυσική καταστροφή της εν όλω ή εν μέρει», εκείνη συνιστά περίπτωση «φυσικής» Γενοκτονίας. Σε αντίθεση με τη «θανάτωση ή πρόκληση βαρείας σωματικής ή διανοητικής βλάβης», όπου γίνεται λόγος για στιγμιαία εγκλήματα, η επιβολή τέτοιων συνθηκών διαβίωσης χαρακτηρίζεται ως διαρκές έγκλημα, καθώς οδηγεί σε σταδιακή και μακροπρόθεσμη καταστροφή, «αργό θάνατο», π.χ. επιβολή ανεπαρκούς διατροφής στα μέλη της ομάδας, ώστε να καλύπτεται αποκλειστικά η συντήρησή τους στη ζωή, υποβαθμισμένη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, παρεμπόδιση ανθρωπιστικής βοήθειας, επιβολή καταναγκαστικής εργασίας υπό εξαντλητικούς ρυθμούς και συνθήκες, η συστηματική αποβολή αυτών από τις οικίες τους, προκειμένου να δημευτούν κτλ. Η «αποβολή από την οικία» συνιστά μέτρο λιγότερο επαχθές σε σχέση με απέλαση και περιορισμό σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, αφού δεν προϋποθέτει υποχρεωτικά ούτε εξαναγκαστική απομάκρυνση από τα σύνορα της χώρας, ούτε εγκλεισμό σε ειδικούς χώρους φύλαξης ή διαβίωσης. Ωστόσο, «αποβολή από την οικία» συνοδεύεται ή συνδυάζεται και με δήμευση ατομικής περιουσίας. Συνεπώς, «αποβολή από την οικία» και στέρηση ατομικής ιδιοκτησίας - περιουσίας, συνεπάγεται φυσική και ηθική εξουθένωση, καθώς η δυσκολία εύρεσης νέας οικίας, ο συνεχής εξαναγκασμός αλλαγής καταλύματος ή η έλλειψη χρημάτων για αγορά ή μίσθωση αυτού, οδηγούν στη βαθμιαία αποδυνάμωση εθνικών ομάδων, των οποίων αυτοί είναι μέλη.
Τέταρτον, η «επιβολή μέτρων που σκοπεύουν στην παρεμπόδιση των γεννήσεων εντός της ομάδας», είναι «βιολογική» Γενοκτονία, με την οποία επιδιώκεται ο βιολογικός αφανισμός ομάδας όχι διά της φυσικής εξόντωσης – θανάτωσης, αλλά μέσω διακοπής διαδικασίας αναπαραγωγής των μελών της ομάδας. Θεμελιώδες χαρακτηριστικό είναι ο εξαναγκαστικός χαρακτήρας της εφαρμογής της, με αποτέλεσμα να μην υπάγονται εννοιολογικά στη Γενοκτονία κρατικά προγράμματα ελέγχου γεννήσεων, τα οποία στηρίζονται σε ανάλογο σχέδιο κοινωνικής πολιτικής, γίνονται με εθελοντική συμμετοχή πολιτών και υπόκεινται σε αυστηρότατο ιατρικό έλεγχο. Σε αντιδιαστολή, μέτρο παρεμπόδισης γεννήσεων αποτελεί κάθε επιβλαβής επέμβαση στα όργανα αναπαραγωγής ανθρώπινου οργανισμού, που δρα είτε προληπτικά, δηλαδή με σκοπό την αποφυγή κάθε ενδεχόμενου γονιμοποίησης ή κυοφορίας στο μέλλον, π.χ. σοβαρός τραυματισμός γεννητικών οργάνων, «ευνουχισμός» και υποχρεωτική στείρωση, είτε κατασταλτικά, π.χ. εξαναγκασμός σε έκτρωση με απειλές ή οποιαδήποτε άλλη μορφή ψυχολογικής βίας.
Πέμπτον, στη «διά της βίας μεταφορά παιδιών της ομάδας σε άλλη ομάδα», αντικείμενο είναι ανήλικοι, δηλαδή άτομα που δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ζωής τους, που απομακρύνονται χωρίς τη βούλησή τους ή χωρίς τη βούληση των κηδεμόνων τους από το οικογενειακό τους περιβάλλον και στη συνέχεια τοποθετούνται σε περιβάλλον με νέα έθιμα, γλώσσα, θρησκεία και αξίες. Η συγκεκριμένη μέθοδος αποσκοπεί στην αναχαίτιση της εξελικτικής πορείας ομάδας στο διηνεκές του χρόνου, αλλά και στην απώλεια της ιδιαίτερης ταυτότητάς της. Εφόσον λοιπόν η απομάκρυνση των ανηλίκων δεν οδηγεί τελικά σε φυσική εξόντωσή τους, είναι σαφές ότι πρόκειται για «πολιτιστική», και όχι για «φυσική» ή «βιολογική γενοκτονία», διαφοροποιούμενη εμφανώς από τους υπόλοιπους τρόπους τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος. Εφόσον δεν πρόκειται για ισοδύναμο τρόπο τέλεσης με τη «φυσική» ή «βιολογική» γενοκτονία, καθώς δεν προσβάλλεται το έννομο αγαθό της ζωής, τότε, η τυποποίησή του θα μπορούσε να λάβει χώρα εκτός του άρθρου 6 του ΚΔΠΔ, είτε με αυτοτελή τυποποίηση είτε εντασσόμενο π.χ. στα εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας.
Επιπροσθέτως, όπως σε όλα τα εγκλήματα του ΚΔΠΔ, έτσι και στη Γενοκτονία, η πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης αξιώνει σε γενικό επίπεδο την κατάφαση των όρων του άρθρου 30 του Καταστατικού, ήτοι την «πρόθεση» και το «εν γνώσει», ενώ το βουλητικό στοιχείο υποχωρεί αποφασιστικά. Επομένως, ο φυσικός αυτουργός του εγκλήματος της Γενοκτονίας πρέπει να καλύπτει υποκειμενικά τις επιμέρους άδικες πράξεις του άρθρου 6 του ΚΔΠΔ με την ουσιώδη επισήμανση ότι πρέπει και να γνωρίζει ότι το θύμα είναι μέλος ομάδας. Επίσης, σημαντικός είναι και ο «ειδικός υπερχειλής δόλος» («dolus specialis»), ήτοι η «πρόθεση καταστροφής». Η υποκειμενική υπόσταση της Γενοκτονίας δεν εξαντλείται στο άρθρο 30 του ΚΔΠΔ, αλλά εκτείνεται, σύμφωνα με το άρθρο 6 του Καταστατικού, και στην «πρόθεση ολικής ή μερικής καταστροφής μιας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας».
Τυποποιείται συνεπώς η Γενοκτονία ως έγκλημα σκοπού, για την πλήρωση του οποίου δεν είναι απαραίτητη φυσικά η υλοποίηση του συγκεκριμένου σκοπού. Συνεπώς, δεν αρκεί καμία άλλη μορφή υπαιτιότητας, πέραν βέβαια του άμεσου δόλου. Ο φυσικός αυτουργός του εγκλήματος της Γενοκτονίας προβαίνει στην εγκληματική ενέργεια κατά ορισμένου προσώπου εξαιτίας συγκεκριμένης ιδιότητας του τελευταίου, που αφορά θρησκευτική ταυτότητα ή εθνική/φυλετική καταγωγή, και όχι για άλλους λόγους, λ.χ. κερδοσκοπία, φιλοχρηματία, ανέχεια, φθόνο κτλ. Πέραν, ωστόσο, τόσο του γενικού δόλου, όσο και της πρόθεσης καταστροφής, σε επιμέρους διατάξεις του εγκλήματος της Γενοκτονίας υφίστανται και αποκλίνουσες μορφές υπαιτιότητας. Π.χ., στην περίπτωση «επιβολής μέτρων που σκοπεύουν στην παρεμπόδιση των γεννήσεων εντός της ομάδας», σύμφωνα με την ειδικώς χρησιμοποιούμενη ορολογία απαιτείται άμεσος δόλος α΄ βαθμού («επιδίωξη»), κατά παρέκκλιση των γενικών ρυθμίσεων του άρθρου 30 ΚΔΠΔ.
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση (γ) του άρθρου 6 του Καταστατικού: «με πρόθεση επιβολή επί της ομάδας συνθηκών ζωής υπολογισμένων να επιφέρουν τη φυσική καταστροφή της εν όλω ή εν μέρει». Τα ερμηνευτικά ζητήματα από την υποκειμενική υπόσταση της Γενοκτονίας δεν εξαντλούνται ασφαλώς στα ανωτέρω. Άραγε η πρόθεση «εν μέρει» καταστροφής ομάδας έχει όρια ποσοτικά ή ποιοτικά ή απαιτείται συνδυασμός αμφοτέρων; Περαιτέρω, αν υπάρχει ο απαιτούμενος για τη Γενοκτονία δόλος στο πρόσωπο του φυσικού αυτουργού χωρίς όμως να υπάρχει συστηματικό πλαίσιο δίωξης ομάδας, θα πρέπει να απαλλαγεί; Τα συγκεκριμένα ερωτήματα είναι αρκετά σημαντικά και χρήζουν ασφαλώς περισσότερης εξειδίκευσης και ανάλυσης στο άμεσο μέλλον.