Σαν σήμερα, ο Ευαγόρας περνά στην αθανασία. Ο συναγωνιστής του, Γεώργιος Στενιώτης, θυμάται (VIDEO)

ΚΟΙΝΩΝΙΑ
14 Μαρτίου 2025Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, ο ήρωας μαθητής της Πάφου, που ενέπνευσε όσο κανείς άλλος μαζί με τον Γρηγόρη Αυξεντίου τον σύγχρονο Ελληνισμό, πέρασε στην αθανασία μια τέτοια μέρα το 1957. Απαγχονίστηκε τα χαράματα της 14 Μαρτίου, σε ηλικία μόλις 19 ετών. Ήταν ο νεαρότερος αλλά και ο τελευταίος αγωνιστής που απαγχονίστηκε από τους Άγγλους
Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης (26 Φεβρουαρίου 1938 – 14 Μαρτίου 1957) γεννήθηκε στην Τσάδα, το τέταρτο παιδί της οικογένειας του Μιλτιάδη Παλληκαρίδη. Σε ηλικία 17 χρόνων εγκατέλειψε το σχολείο και εντάχθηκε στις αντάρτικες ομάδες της ΕΟΚΑ. Στις 17 Νοεμβρίου 1955 οι μαθητές του Γυμνασίου συγκεντρώθηκαν και προετοίμαζαν μια διαδήλωση από τις γνωστές που οργάνωνε η ΑΝΕ (Άλκιμος Νεολαία ΕΟΚΑ) ως αντιπερισπασμό. Οι στρατιώτες είχαν διαταγή να πυροβολήσουν αδιάκριτα τους διαδηλωτές. Ο Ευαγόρας συλλαμβάνεται και οδηγείται στο δικαστήριο με την κατηγορία ότι συμμετείχε παράνομα σε οχλαγωγίες. Δεν παραδέχτηκε την κατηγορία, και η δίκη αναβλήθηκε για τις 6 Δεκεμβρίου. Ήταν η αρχή του τέλους. Μια μέρα πριν από τη δίκη, μπαίνει κρυφά στο σχολείο και αφήνει στην έδρα ένα σημείωμα:
Παλιοί συμμαθηταί,
Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
θα πάρω μονοπάτια,
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά.
Θ’ αφήσω αδέλφια, συγγενείς,
τη μάνα, τον πατέρα,
μες στα λαγκάδια πέρα
και στις βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας για τη Λευτεριά
θα ’χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι,
βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά
θα ’ρθει το καλοκαίρι,
τη Λευτεριά να φέρει
σε πόλεις και χωριά.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
θα πάρω μονοπάτια,
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ’ ανεβώ,
θα μπω σ’ ένα παλάτι,
το ξέρω θα ’ν’ απάτη,
δεν θα ’ν’ αληθινό.
Μες στο παλάτι θα γυρνώ
ώσπου να βρω το θρόνο,
βασίλισσα μια μόνο
να κάθεται σ’ αυτό.
«Κόρη πανώρια», θα της πω,
«άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου,
μονάχα αυτό ζητώ».
Γειά σας παλιοί συμμαθηταί. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας. Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, έναν παλιό του φίλο, ας πάρει μιαν ανηφοριά, ας πάρει μονοπάτια, να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά. Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα. Αν ζω, θα με βρει εκεί.
Ευαγόρας Παλληκαρίδης
Στις 18 Δεκεμβρίου 1956 μαζί με άλλους δύο συναγωνιστές του μετέφεραν όπλα και τρόφιμα από τη Λυσό. Ξαφνικά βρέθηκαν αντιμέτωποι με αγγλική περίπολο. Οι δύο κατάφεραν να διαφύγουν, αλλά ο Ευαγόρας συνελήφθη. Στην κατοχή του είχε ένα οπλοπολυβόλο Bren γρασαρισμένο –συνεπώς ανέτοιμο για να χρησιμοποιηθεί–και τρεις γεμάτοι γεμιστήρες. Κατηγορήθηκε για κατοχή και διακίνηση οπλισμού και μεταφέρθηκε στη Λευκωσία, και η δικάσιμος ορίστηκε για τις 25 Φεβρουαρίου. Στη δίκη του ο Παλληκαρίδης δεν άφησε περιθώρια στους δικηγόρους του να τον υπερασπιστούν, αφού παρά τις αντιρρήσεις τους παραδέχθηκε την ενοχή του:
Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτε άλλο.
Την επομένη της καταδίκης του οι μαθητές του Γυμνασίου Πάφου απείχαν από τα μαθήματα σε ένδειξη διαμαρτυρίας, και έστειλαν τηλεγράφημα στον Χάρντινγκ με το οποίο του ζητούσαν να απονεμηθεί χάρη στον Ευαγόρα. Όλος ο κόσμος άρχισε μια προσπάθεια να σώσει τον νεαρό μαθητή: Η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να αποτρέψει την εκτέλεσή του· η Κυπριακή Αδελφότητα Αθηνών ζήτησε προσωπική παρέμβαση του βασιλιά Παύλου· η Βουλή των Ελλήνων έστειλε τηλεγραφήματα προς τη Βουλή των Κοινοτήτων και τα Ηνωμένα Έθνη· ο Αρχιεπίσκοπος Δωρόθεος, ο Χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος Γεννάδιος, ο δήμαρχος Λευκωσίας Θεμιστοκλής Δέρβης, 40 Εργατικοί Άγγλοι βουλευτές, συντεχνίες, ο Αρχιεπίσκοπος Νοτίου Αφρικής Νικόδημος, ο Αμερικανός Γερουσιαστής Fulton, απλοί πολίτες προσπάθησαν να ματαιώσουν την εκτέλεση. Ο Χάρντινγκ όμως και η αγγλική διπλωματία απέρριψαν την απονομή χάριτος.
Ο Ευαγόρας έγραφε στο τελευταίο γράμμα του:
Θ’ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ’ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.
Οι τελευταίες ώρες του Ευαγόρα διά χειρός Τεύκρου Λοΐζου (Από το σάιτ Πεμπτουσία)
Κατά τα τελευταία έτη προνοία Κυρίου ο αγωνιστής Τεύκρος Λοΐζου που όντας κατάδικος στις Κεντρικές Φύλακες κοντά στο κελλί του μελλοθάνατου Ευαγόρα Παλληκαρίδη, κατέγραψε τις τελευταίες ώρες του ήρωα, όπως τις άκουσε και τις έζησε εκείνη την λαμπρή μέρα της θυσίας.
«Η οπτική μου επαφή περιοριζόταν μόνο στο παράθυρο του δωματίου της αγχόνης και καθόλου στο εσωτερικό. Άκουγα όμως τα πάντα καθαρότατα, μιας και απείχε μόνο μερικά μέτρα.
Γύρω στις τρεις το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ενώ ήμουν κρεμασμένος απ’ τα σίδερα του παραθύρου κατοπτεύοντας εναγωνίως, άκουσα ένα δυνατό υπόκωφο γδούπο.
Τουκ! Πάγωσα! Σε μερικά λεπτά επαναλήφθηκε ο ίδιος γδούπος άλλες δυο φορές. Τουκ!
Τουκ! Ο θόρυβος από την πόρτα της καταπακτής ήταν καθαρός.
Έβαλα μια φωνή: ‘Δοκιμάζουν την αγχόνη’.
Ακολούθησαν ψίθυροι κι απόλυτη σιωπή. Αμέσως μετά τον τρίτο γδούπο ακούστηκε απόκοσμη, αγγελική λες, η φωνή του Παλληκαρίδη να ψάλλει: ‘Τον Νυμφώνα Σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον και ένδυμα ουκ έχω ίνα εισέλθω εν αυτώ. Λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής, φωτοδότα και σώσον με…’. Ακολούθησε το ‘Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια…’, μετά, το ‘Μαύρ’ είν’ η νύκτα στα βουνά…’.
Τους θρησκευτικούς ύμνους διαδέχονταν πατριωτικά τραγούδια. Δε σταματούσε ούτε στιγμή. Για οχτώ ολόκληρες ώρες έψελνε και τραγουδούσε. Σταμάτησε γύρω στις έντεκα και μισή το βράδυ. Ακούστηκαν βαριά βήματα, αγγλικές ομιλίες, σύρτες στις πόρτες, ενώ φώτα άναβαν κι έσβηναν.
Έβαλα ξανά τη φωνή: ‘Παίρνουν τον στην κρεμάλα’!
Επικράτησε μια απέραντη βουβαμάρα. Άκρα σιωπή στης φυλακής τους τοίχους. Αγγελική ακούστηκε ξανά η φωνή του να ψάλλει τον εθνικό μας ύμνο. ‘Σε γνωρίζω από την κόψην του σπαθιού την τρομερήν… και σαν πρώτα αντρειω…’.
Κόπηκε η λέξη στη μέση από τον ήχο της καταπακτής κι έμεινε να αιωρείται, όπως ακριβώς και το αιωρούμενο σώμα του Ευαγόρα Παλληκαρίδη…
‘Ετέλειωσεν’, ακούστηκε η φωνή μου δυνατή όσο ποτές άλλοτε.
Δεν ήταν φωνή, ήταν κραυγή, ήταν ουρλιαχτό.
Αυτό που ακολούθησε ήταν πράγματι εξέγερση. Φωνές, σπασίματα, φωτιές, κραυγές.
Θέλω να σταματήσω εδώ. Είπα πολύ περισσότερα απ’ όσα σκόπευα να πω».
Για τις τελευταίες ώρες του Ευαγόρα, μιλά στο PafosNet ο συναγωνιστής του, Γεώργιος Γαβριήλ Στενιώτης, ο οποίος ήταν μαζί του στη μοιραία έξοδο προς την Λυσό. Δείτε το VIDEO στο WEB TV του PafosNet.