Οι γενοκτονίες και η ποινικοποίηση της άρνησης τους
ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ
31 Μαΐου 2024Γιαννάκη Λ. Ομήρου
Πρώην Προέδρου Βουλής των Αντιπροσώπων
Τον Απρίλιο τιμήσαμε τα θύματα της Αρμενικής γενοκτονίας και στις 19 Μαΐου την γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού. Για μια ακόμα φορά η Τουρκία βρέθηκε κάτω από τους προβολείς της διεθνούς κοινότητας για το εγκληματικό της παρελθόν, με το οποίο πεισμόνως αρνείται να συμφιλιωθεί. Με την ευκαιρία απότισης μνήμης και τιμής στα θύματα της θηριωδίας των Νεότουρκων είναι ενδιαφέρον να αναδείξουμε και μια άλλη πτυχή καταδίκης των δύο αυτών, ιστορικά αποδεδειγμένων, γενοκτονιών. Εκείνη που αφορά την ποινικοποίηση άρνησης γενοκτονιών.
Τον Απρίλιο του 2015 η Βουλή των Αντιπροσώπων της Κύπρου ψήφισε ομόφωνα Νομοθεσία με την οποία καθίσταται ποινικό αδίκημα η άρνηση γενοκτονιών με την προϋπόθεση ότι αυτές έχουν αναγνωριστεί σαν τέτοιες είτε με αμετάκλητη απόφαση Διεθνούς δικαστηρίου είτε με ομόφωνη απόφαση ή ψήφισμα της Βουλής.
Η σημαντική και ιστορικής σημασίας αυτή νομοθεσία υιοθετήθηκε με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 100 χρόνων από τη γενοκτονία σε βάρος του Αρμενικού Έθνους από τους Νεότουρκους. Στην Κύπρο ισχύει από το 2011 νομοθεσία που εισήχθη για σκοπούς εναρμόνισης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, η οποία ποινικοποιεί ορισμένες συμπεριφορές ρατσισμού και ξενοφοβίας συμπεριλαμβανομένων πράξεων επιδοκιμασίας ή άρνησης ή κατάφωρης υποβάθμισης εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και εγκλημάτων πολέμου όταν τέτοιες πράξεις στρέφονται κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων λόγω των πιο πάνω διακρίσεων και εφόσον εκδηλώνεται κατά τρόπο απειλητικό και υβριστικό που είναι πιθανό να υποκινήσει βία ή μίσος κατά μίας τέτοιας ομάδας ή μέλους της.
Ωστόσο η νομοθεσία αυτή περιορίζει την ποινικοποίηση τέτοιων πράξεων, θέτοντας την προϋπόθεση ότι η άρνηση ή η κατάφωρη υποβάθμιση των προαναφερόμενων εγκλημάτων αποτελεί ποινικό αδίκημα μόνο σε περίπτωση που τα εγκλήματα αυτά έχουν αναγνωριστεί με αμετάκλητη απόφαση διεθνούς δικαστηρίου.
Στις 24 Απριλίου συμπληρώθηκαν 109 χρόνια αφότου οι οθωμανικές αρχές συνέλαβαν και δολοφόνησαν διακόσια πενήντα ηγετικά στελέχη της αρμενικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης. Αυτή η πράξη αποτέλεσε την έναρξη ενός από τα μεγαλύτερα και πιο αποτρόπαια εγκλήματα στη σύγχρονη ιστορία της ανθρωπότητας, τη σφαγή ενάμιση εκατομμυρίων Αρμενίων από τους Νεότουρκους. Παρά την καταγραφή των γεγονότων αυτών από εκατοντάδες ανεξάρτητους μάρτυρες, η γενοκτονία των Αρμενίων δεν έχει αναγνωριστεί παρά μόνο από μικρό αριθμό κρατών. Το ίδιο ισχύει και για τη γενοκτονία των 353 χιλιάδων Ποντίων Ελλήνων την οποία η Κυπριακή Βουλή από το 1994 έχει αναγνωρίσει καθιερώνοντας την 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων έχει επίσης καθιερώσει ομόφωνα την 24η Απριλίου ως Εθνική Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας του Αρμενικού Έθνους και ενέκρινε το 1975, το 1982 και το 1990 σχετικά ψηφίσματα με τα οποία αναγνωρίζει και καταδικάζει το στυγνό αυτό έγκλημα. Συναφώς, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε ψήφισμά του για την 100 επέτειο της γενοκτονίας των Αρμενίων κάλεσε όλα τα κράτη μέλη να την αναγνωρίσουν, ενθαρρύνει δε όλα τα κράτη μέλη και τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα να συμβάλουν περαιτέρω στην αναγνώρισή της.
Δυστυχώς αυτή δεν είναι η μοναδική περίπτωση που διεθνή δικαστήρια ή διεθνείς οργανισμοί δεν έχουν αναγνωρίσει τέτοιου είδους εγκλήματα, παρόλο που αυτά έχουν τεκμηριωθεί και αποδειχθεί ιστορικά. Αυτή η έλλειψη αναγνώρισης σε διεθνές και εθνικό επίπεδο έχει ως αποτέλεσμα τη διαφορετική νομοθετική αντιμετώπιση φαινομένων βίας και ρατσισμού κατά των προσώπων που ανήκουν σε σύνολα τα οποία έχουν θυματοποιηθεί.
Για το λόγο αυτό η Βουλή των Αντιπροσώπων, ως το νομοθετικό όργανο της Δημοκρατίας, σεβόμενη το ρόλο της στο δημοκρατικό πολίτευμα και τη συνέχεια του έργου της, προχώρησε στην διόρθωση αυτής της στρέβλωσης, τουλάχιστον στο εθνικό μας δίκαιο.
Δεδομένου δε ότι ήδη η Βουλή με ομόφωνα ψηφίσματα της έχει αναγνωρίσει τόσο τη γενοκτονία των Αρμενίων, όσο και τη γενοκτονία των Ποντίων , η άρνηση αναγνώρισης αυτών των γενοκτονιών, τηρουμένων βέβαια και των άλλων συστατικών στοιχείων υπόστασης του αδικήματος, αποτελεί πράξη ποινικώς κολάσιμη. Το ίδιο ισχύει και για το ολοκαύτωμα σε βάρος των Εβραίων από τους Ναζί, αφού έχει αναγνωριστεί από το Διεθνές Δικαστήριο της Νυρεμβέργης.
Η νομοθετική αυτή πράξη της Βουλής δεν συνιστά απλώς μια ηθική δικαίωση των θυμάτων των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, αλλά κυρίως κατάφαση προς οικουμενικής ισχύος αρχές και αξίες και προς τον ίδιο τον ανθρώπινο πολιτισμό.