Pafos Net

Ο πρώην Έπαρχος Πάφου, Ανδρέας Αγγελίδης, στο PafosNet για τα διλήμματα της μεταρρύθμισης στην Τ.Α.

title image

Θέσεις, παρατηρήσεις, ενστάσεις και προβληματισμούς για την δρομολογούμενη μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καταθέτει με σημερινή του παρέμβαση στο PafosNet ο πρώην Έπαρχος Πάφου, Ανδρέας Αγγελίδης. Επί σειρά ετών ασχολούμενος με τον θεσμό, ο κ. Αγγελίδης καταθέτει σήμερα τις θέσεις του με σαφήνεια και διορατικότητα.

Ολόκληρο το άρθρο του πρώην Επάρχου Πάφου έχει ως εξής:

" Η αναζήτηση εδώ και πάνω από δύο χρόνια τρόπων μεταρρύθμισης του θεσμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Τ.Α) έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον σε ευρύ κοινωνικό και πολιτικό φάσμα. Οι συζητήσεις που γίνονται παρουσιάζουν άλλους μεν να κλίνουν υπέρ των προτάσεων της επίσημης πλευράς (Υ.Εσ) άλλους δε εναντίον με ποικίλες τοποθετήσεις.

Το θέμα είναι καίριας σημασίας και θα ήταν άτοπο να στοχεύσουμε προς την όποια κατεύθυνση χωρίς να προσδιορίσουμε εκ των προτέρων την αφετηρία, αν θέλουμε να γίνει μια γόνιμη συζήτηση. Προς τούτο θα πρέπει, προφανώς, να γίνει εξ υπαρχής αναγνώριση του τοπίου και διάγνωση και επισήμανση των δεδομένων του χώρου της Τ.Α. όπου, ως  γνωστό, αφ΄ενός, οι περιοχές στις οποίες λειτουργούν δήμοι θεωρούνται πιο ώριμες και  πιο ικανές να μπουν στο χορό κάποιων αλλαγών, οι  οποίες συζητούνται, εν αντιθέσει, αφ΄ετέρου, προς τις μικρές, ισχνές και εν πολλοίς άπειρες και χωρίς ιστορική παράδοση αυτοδιοικητικής εξουσίας  κοινότητες, όντας μέσα στο κλειστό περιβάλλον  του μικρού χώρου ενός χωριού.

Είναι λογικό ότι οι περιοχές των δήμων [τουλάχιστον των αρχαιότερων και μεγαλύτερων] ορθώς θεωρούνται ότι έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα να αφομοιώσουν κάποιες αλλαγές λόγω μεγέθους, μακρόχρονης ιστορικής πορείας και ανάλογων εμπειριών έχοντας λειτουργήσει με περισσότερες και διαφορετικές ευθύνες, υποχρεώσεις, αρμοδιότητες και στόχους απ’ο,τι οι κοινότητες.

Είναι σημαντικό να τονισθεί εδώ ότι ο θεσμός ως έχει σήμερα στην πραγματικότητα ελάχιστα έχει αλλάξει από τότε που καθιερώθηκε επί αγγλοκρατίας. Επομένως αλλαγές επί της ουσίας  και των στόχων είναι γενικά παραδεκτές ως αναγκαίες για οργανικούς και διαχειριστικούς λόγους ώστε να αποκτήσει ο θεσμός περισσότερη αυτονομία, ευχέρεια κινήσεων και πρωτοβουλιών και οικονομική αυτάρκεια να διαχειρίζεται, χωρίς οποιαδήποτε κρατική εξάρτηση, ένα διευρυμένο φάσμα εξουσιών που θεωρείται ότι πρέπει να παραδοθεί στη σφαίρα της τοπικής αρμοδιότητας ως αναγκαίο βήμα για την ενίσχυση του θεσμού.

Ως θέμα αρχής αυτό το πλαίσιο δεν προκαλεί διαφωνίες. Παρατηρείται, εν τούτοις, το γεγονός ότι μερικοί επεκτείνουν την ιδέα υποστηρίζοντας την άποψη της επίσημης πλευράς, [Υ.Εσ.] ότι μέσα από μια τέτοια εξέλιξη για να αξιοποιηθούν και να αποδώσουν καλύτερα οι όποιες νέες δυνατότητες, ο θεσμός δεν πρέπει να περιοριστεί απλώς στη διεύρυνση του ρόλου, των εξουσιών και αρμοδιοτήτων των τοπικών αρχών αλλά να επεκταθεί ταυτόχρονα και σε μια λογική αναδιάρθρωση, εννοώντας μια δευτεροβάθμια δομική αναδιοργάνωση. Είναι ευνόητο ότι με τέτοια οργάνωση ο στόχος είναι  η παροχή δυνατότητας σε  όμορους ή γειτονικούς δήμους ή κοινότητες  να συγχωνευθούν ή να συμπλεγματοποιηθούν σε μεγαλύτερες ενότητες για λόγους, προφανώς, οικονομικότερης παροχής υπηρεσιών σε ομαδική βάση με λιγότερο ανθρώπινο δυναμικό αλλά και, δευτερευόντως, για διεύρυνση, όπως ευλόγως θα μπορούσε να υποτεθεί,  της δημοκρατικής βάσης εκλογής των αρχών.

Με αφορμή όμως τα όσα επικρατούν ως δεδομένα στο χώρο προκύπτει, μου φαίνεται, η άποψη ότι το σύστημα τοπικής αυτοδιοίκησης δεν μπορεί να θέτει στην ίδια οργανωτική βάση τους δήμους και τις κοινότητες της υπαίθρου μαζί.

Ενώ στους δήμους, όπου υπάρχει και πιο έντονη και πιo δυναμική η παρουσία μεγάλου τοπικού πληθυσμιακού στοιχείου αλλά και η εμπειρία του παρελθόντος, παράγοντες που βοηθούν να ατονήσουν και να ξεπεραστούν τοπικοί εγωισμοί και εμμονές, οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται πιο εύκολα τη σημασία των αλλαγών και δίδουν περισσότερη βαρύτητα στην ουσία που είναι η καλυτέρευση της  εξυπηρέτησης τους και ολίγον τους ενδιαφέρει το όνομα ή ο τίτλος της αρχής που τους εξυπηρετεί. Στις κοινότητες όμως οι κλειστές κοινωνίες, οι κληρονομικοί δεσμοί με τον τόπο και το έντονο στοιχείο της τοπικής ταυτότητας δεν είναι εύκολο να αφήσουν ελεύθερο χώρο για αναδόμηση του συστήματος μέσα στο οποίο φοβούνται ότι θα απορροφηθούν ή θα αφομοιωθούν από το νέο περίπλοκο οικοδόμημα που θα έχει ως αποτέλεσμα να αφαιρεθεί σημαντικό μέρος των αρμοδιοτήτων του σημερινού καθεστώτος.

Κανείς, πιστεύω, δεν μπορεί να αγνοεί το γεγονός ότι η πληθώρα των πολλών  μικρών κοινοτήτων της υπαίθρου που λειτουργούν σήμερα ως αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, είναι σημαντικό μειονέκτημα του θεσμού. Αυτό υποδηλοί ότι και οι όποιες συγχωνεύσεις/συμπλεγματοποιήσεις των μικρών κοινοτήτων δεν πρόκειται να αποδώσουν τέτοιου μεγέθους μονάδες τοπικής αυτοδιοίκησης που θα ενίσχυαν ή θα καθιστούσαν την αναδιοργάνωση πιο αποτελεσματική με πιο ευέλικτες και αποδοτικές αρχές ανάλογες με αυτές των δήμων.  Αν π.χ. θεωρήσουμε ότι ο θεσμός θα εξελιχθεί σε δευτεροβάθμια οργάνωση, με συγχωνεύσεις 4 ή 5 ή περισσότερων κοινοτήτων σε μια ενότητα, ο πληθυσμός της νέας μονάδας δεν θα είναι μεγαλύτερος των 1500,  ή το πολύ 2000 ανθρώπων. Αυτό δεν μπορεί να σημαίνει κάτι ουσιαστικό για τον αναθεωρημένο θεσμό όταν αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης στην Ευρώπη των 30.000 ή ακόμα και των 40.000 ανθρώπων θεωρούνται ανεπαρκείς να αναλάβουν την αρμοδιότητα να ασκούν το πλήρες πεδίο εξουσιών που παραχωρείται στον θεσμό, και συζητείται μάλλον η υπαγωγή τους σε όμορες αρχές πολύ μεγαλύτερου πληθυσμού. Αυτό αν το μεταφέρουμε στα μέτρα της Κύπρου βλέπουμε ότι το  αποτέλεσμα θα είναι να έχουμε τοπικές αρχές πολύ μικρού μεγέθους που δεν θα μπορούν, ακόμα και με συμπλεγματοποίηση, να ενισχύσουν τον θεσμό στην ύπαιθρο προς όφελος του πολίτη και των ίδιων των κοινοτήτων.  Το πλέον ανησυχητικό ακόμα είναι ότι με τις αρνητικές πληθυσμιακές τάσεις που αναπτύσσονται στην ύπαιθρο, αν δεν προωθηθούν σύντομα πρακτικά μέτρα ενίσχυσης της υπαίθρου, οι σημερινοί πληθυσμοί θα ελαχιστοποιηθούν και εμπράκτως δεν θα υπάρχουν [νέοι] άνθρωποι ούτε για να στελεχώσουν τις τοπικές αρχές.   Το θέμα των μέτρων ενίσχυσης της υπαίθρου είναι ό,τι πιο επείγον  αφού προβάλλει στο προσκήνιο εδώ και δεκαετίες και αναμφίβολα θα έπρεπε να είχε προηγηθεί προ πολλού της όποιας κίνησης αναδιάρθρωσης. Κοινότητες χωρίς ανθρώπους δεν θα μπορέσουν να συνεχίσουν να υπάρχουν οπότε και η οποία μεταρρύθμιση ποιες προοπτικές θα προσφέρει;

Εν όψει, εντούτοις, των συζητήσεων που έχουν αρχίσει και συνεχίζονται δεν θα ήταν άσκοπο να υπάρξει ευρύτερη έκφραση απόψεων  για το πώς θα μπορούσε ο θεσμός να βελτιωθεί και στην ύπαιθρο.   Γενικά στο θέμα Τ.Α. η ωμή πραγματικότητα, ως αυτονόητο, δεν μας επιτρέπει να υιοθετήσουμε ένα μοντέλο από τις ευρωπαϊκές χώρες όπου οι αρχές Τ.Α. είναι μικρές κυβερνήσεις με εξουσίες αστυνόμευσης, πυρόσβεσης, συγκοινωνιών, υγείας, στέγασης πληθυσμού, κοινωνικών υπηρεσιών, εκπαίδευσης, πολιτικής άμυνας, πολεοδομικού σχεδιασμού κ.α. Θα μπορούσαμε, ίσως, να υιοθετήσουμε σε κάποιο βαθμό πρόνοιες του συστήματος της Ελλάδας αλλά μάλλον ούτε αυτό μπορεί να γίνει αφού αυτό  που ισχύει σήμερα εκεί  μετά την τελευταία αναθεώρηση πριν 4-5 χρόνια δεν έχει ακόμα επιβεβαιωθεί ότι έχει λύσει τα προβλήματα Τ.Α. που ταλανίζουν τη χώρα.

Επομένως αυτό που φαινομενικά προβάλλει ως πιθανή επιλογή είναι μάλλον ένα πρότυπο δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης, το οποίο, εν πάση περιπτώσει, με τα δεδομένα του σήμερα, θα μπορούσε θεωρητικά να προταθεί για εφαρμογή στο έδαφος των περιοχών των δήμων. Θα μπορούσε π.χ. με ενοποιήσεις-συμπλεγματοποιήσεις όμορων ή γειτονικών δήμων και πιθανόν ενδιάμεσων ή όμορων κοινοτήτων, για σκοπούς δημιουργίας συμπαγών ενώσεων, να προκύψουν αρχές δυο επιπέδων όπου στο πρώτο [χαμηλότερο] επίπεδο θα παρέμεναν οι δήμοι ως έχουν σήμερα [με μειωμένες εξουσίες] ενώ στο δεύτερο επίπεδο θα εδημιουργείτο ένα είδος περιφερειακού συμβουλίου για κάθε μια συμπλεγματοποίηση που θα αναλάμβανε την ευθύνη και την αρμοδιότητα στρατηγικού σχεδιασμού και ανάπτυξης όπως και άλλων θεμάτων  γενικότερης σημασίας ή ωφελιμότητας για το σύμπλεγμα που θα αποφασίζετο να εκχωρηθούν. 

Αξιολογώντας όμως αυτή τη δυνατότητα πρέπει να εκτιμηθούν και οι συνέπειες τις οποίες θα υποστεί το υφιστάμενο σύστημα υπό τις δεδομένες συνθήκες της χώρας αλλά και του χώρου στον οποίο εφαρμόζεται ο θεσμός.

Ακόμα και η πρόθεση δημιουργίας Επαρχιακού Συμβούλιου [εκλεγόμενου] που θα ασκεί τον ρόλο δευτεροβάθμιου επιπέδου Τ.Α. σε κάθε επαρχία  [και για τους δήμους και τις κοινότητες  μαζί] για πρακτικούς, όπως λέγεται, λόγους, αν και εκ πρώτης όψεως φαίνεται λογική , δεν μπορεί να κερδίσει έδαφος γιατί θα δημιουργήσει σύγχυση και περιπλοκές. Εκτός του ότι ως εκλεγόμενο όργανο θα μπει μοιραίως μέσα στον κομματικό ανταγωνισμό και θα καταστεί πεδίο κομματικών επιρροών που σημαίνει αποδυνάμωση του στόχου, γνωστού όντος πώς περιπλέκονται τα πράγματα όπου ανακατεύονται τα κόμματα, μια τόσο πολυάριθμη ενοποίηση θα προκαλέσει δυσκινησία και δυσλειτουργία.  Αν η τέτοια δευτεροβάθμια οργάνωση παρουσιασθεί τελικά ως αναπόφευκτη εξέλιξη [παρά την απουσία αδιάσειστου και ευδιάκριτου επιχειρήματος υπέρ] θα μπορούσε να θεωρηθεί μάλλον προτιμότερη η δευτεροβάθμια κατά περιφέρεια  [συμπλεγματοποίηση] παρά τα μειονεκτήματα που υπάρχουν και εκεί, αντί της κατά επαρχία. Με αυτή τη μορφή δευτεροβάθμιας, παρά τον κίνδυνο αναβίωσης του κεφαλοχωριού του παρελθόντος σε κάθε ενοποίηση σε βάρος των υπολοίπων, το θετικό είναι ότι διατηρείται και πιθανόν ενισχύεται η σημασία που αποδίδει ο θεσμός στην  τοπική συμμετοχή που δεν προσελκύει όμως το ίδιο πολιτικό ενδιαφέρον για τα κόμματα όπως είναι σίγουρο πως θα γίνεται για το Επαρχιακό Συμβούλιο, Αυτό αφορά φυσικά περισσότερο τις κοινότητες της υπαίθρου αφού στις περιοχές των δήμων η ανάμειξη των κομμάτων είναι έτσι κι΄αλλιώς δεδομένη ως μέρος της παράδοσης.

Παρά τη διαφαινόμενη προτίμηση της επίσημης πλευράς [Υ.Εσ] και τίνων υποστηρικτών της προς τη δευτεροβάθμια οργάνωση, μέσω της συμπλεγματοποίησης,  είναι αναμενόμενο ότι, ειδικά στην περίπτωση της Κύπρου, τόσο στις περιοχές  των δήμων, αλλά περισσότερο στην ύπαιθρο, τέτοια αναθεώρηση θα προκαλέσει σοβαρούς τριγμούς και αναταράξεις στον χώρο αφού θα απαιτηθεί να γίνει  κατανομή εξουσιών ανάμεσα στα δυο επίπεδα. Ιδιαίτερα στην ύπαιθρο οι σημερινές αρχές θα αποξενωθούν από εξουσίες που τις περιβάλλουν με γόητρο και κύρος. Το ίδιο θα συμβεί και στους παλαιότερους δήμους που έχουν μάλιστα και μακροβιότερη παρουσία ως αρχές εξουσίας.

Με ένα τέτοιο πρόπλασμα  αναδιάρθρωσης το αποτέλεσμα προβλέπεται να είναι η δημιουργία ενός καθεστώτος που, λόγω ενδογενών συγκρούσεων και περίπλοκης επικοινωνίας, θα είναι δύσκολο να καθιερωθεί και να λειτουργήσει αποδοτικά.             Η εικόνα που θα εκπέμπεται θα είναι ότι το υφιστάμενο καθεστώς κατεδαφίζεται και ένα εντελώς νέο οικοδομείται χωρίς αυτό να έχει όλους τους ικανούς και πρόθυμους συντελεστές έτοιμους να το λειτουργήσουν.

Λόγω των ιδιαιτεροτήτων που χαρακτηρίζουν την υφιστάμενη κατάσταση, η δομή της Τ.Α. δεν φαίνεται να μπορεί να δεχθεί σημαντικές αλλαγές που θα υποβαθμίσουν τις υφιστάμενες αρχές προς όφελος νέων αρχών με το δικαιολογητικό [πρόσχημα] ότι αυτό απαιτείται από ανάγκη για εκσυγχρονισμό του θεσμού.

Έχοντας αναγκαστικά προσγειωθεί στην αδυσώπητη  αντικειμενική πραγματικότητα ο ορίζοντας των εφικτών αλλαγών δεν μοιάζει να έχει καμιά σχέση με δομικές αλλαγές που φιλοδοξούν να επιφέρουν οργανικές βελτιώσεις σε ένα σύστημα που οι πληθυσμιακές και γεωγραφικές παράμετροι δεν εξασφαλίζουν λογικές λειτουργικές βελτιώσεις. 

Υπό τις δεδομένες συνθήκες η πλέον ορθολογική και ασφαλής αντιμετώπιση θα μπορούσε να είναι η διατήρηση του σημερινού καθεστώτος με άμεσο και κυρίαρχο στόχο να δοθεί έμφαση για μια σε βάθος διεύρυνση των εξουσιών και του ρόλου της Τ.Α. πάνω σε ένα σύγχρονο πλαίσιο αρμοδιοτήτων για τους επί μέρους σκοπούς του θεσμού συμπεριλαμβανομένης και της ενδυνάμωσης του οικονομικού υπόβαθρου των αρχών [αλήθεια πόσα επιστρέφει το κράτος στις αρχές από τα μεγάλα έσοδα που έχει από δικαιοπραξίες /μεταβιβάσεις ακινήτων στις περιοχές τους;].  Ούτωπως οι αρχές θα έχουν το ελεύθερο [με νομική ρύθμιση] να αποφασίσουν τις συνεργασίες που πιστεύουν ότι είναι χρήσιμες με τους γείτονες τους [σε ένα βαθμό αυτό γίνεται και τώρα με τη σύσταση των περιφερειακών αναπτυξιακών εταιριών και την ομαδοποίηση υπηρεσιών]

Αυτό όχι μόνο θα ενισχύσει τις τοπικές αρχές και θα τονώσει την αυτοπεποίθηση τους αλλά και θα ενεργεί ως απήχηση της έννοιας της πραγματικής αυτοδιοικητικής εξουσίας, δηλαδή του θεσμού που τις εξουσιοδοτεί να αυτοδιοικούνται. Στους δήμους οι οποίοι έχουν τη δική τους εσωτερική διοικητική οργάνωση και μηχανισμούς λειτουργίας τα πράγματα είναι ακόμα πιο απλά.  Αυτοί με πληθυσμό πάνω από 15.000 ή με σταθερό υγιές οικονομικό υπόβαθρο δεν φαίνεται να υπάρχει λόγος να μπουν στην περιπέτεια μιας αλλαγής που θα προκαλέσει αναστάτωση και δυσαρέσκειες. Δεν πρέπει να δημιουργηθεί οποιοδήποτε κώλυμα να συνεχίσουν να είναι αυτοδιοίκητοι με διευρυμένες εξουσίες και οικονομική αυτοδυναμία, με αυτά δηλαδή που ενδείκνυται να επενδυθεί η βελτίωση του θεσμού. Για τους μικρότερους θα πρέπει να παρασχεθούν δυνατότητες να ενωθούν οργανικά με τους γείτονες τους [δήμους ή κοινότητες]  χωρίς δευτεροβάθμια αρχή, εφόσον το επιλέξουν από κοινού εντός ορισμένου χρονικού πλαισίου και τους δοθεί η αναγκαία επίσημη κύρωση  με σχετικό διάταγμα του Υπουργού.  Με αυτό τον τρόπο θα μπορούν  να λειτουργούν και ως κοινή συντονιστική αναπτυξιακή αρχή για τα κοινής ωφέλειας έργα και υπηρεσίες, και τις αμοιβαίας χρησιμότητας επαφές και δράσεις. Όταν οι ίδιοι επιλέγουν ένα ρόλο που συμβαδίζει με τη φύση της αποστολής τους δεν χρειάζεται να εξαναγκαστούν να το κάμουν με άλλο τρόπο.

Η φιλοδοξία του υπουργού που βλέπει την εξέλιξη του θεσμού σε ένα είδος τοπικής αυτoδιοίκησης με αρμοδιότητες και εξουσίες μικρών κυβερνήσεων, όπως το δήλωσε, δεν θα μπορούσε να έχει το αποτέλεσμα που προσδοκά  o ίδιος αν το κράτος δεν είναι, πρώτα απ΄όλα, έτοιμο να εκχωρήσει τέτοιες εξουσίες που να είναι αντίστοιχες εκείνων της Ευρώπης, δηλαδή εξουσίες σε θέματα αστυνόμευσης, πυρόσβεσης, υγείας, παιδείας, συγκοινωνιών, στέγασης, κοινωνικών υπηρεσιών, πολιτικής άμυνας, πολεοδομικού σχεδιασμού κ.α. όπως είναι το περιεχόμενο μιας μικρής κυβέρνησης.  Αν ο υπουργός πιστεύει και γνωρίζει ότι το κράτος είναι έτοιμο να εκχωρήσει τέτοιες σοβαρές εξουσίες θεωρώντας ότι και οι τοπικές αρχές είναι σε θέση σήμερα να αναλάβουν και να λειτουργήσουν (με την ως τώρα γνωστή αυτοδιοικητική εμπειρία και παράδοση) στη βάση της  συμπλεγματοποίησης  τότε, προφανώς, θα μπορούσε να υιοθετηθεί και η δευτεροβάθμια οργάνωση".