Κύπρος-Ελλάδα και ελληνοτουρκικές σχέσεις
ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ
11 Ιανουαρίου 2024Του Γιαννάκη Λ.Ομήρου
Πρώην Προέδρου της Βουλής Των Αντιπροσώπων
Λέγονται και γράφονται διάφορα με αφορμή την αλλαγή κλίματος στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις και την προοπτική έναρξης διαλόγου για τη βελτίωση αυτών των σχέσεων ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη επίσκεψη Ερτογάν στην Αθήνα. Μάλιστα γίνεται αναφορά ότι λόγω αυτών των εξελίξεων υπάρχει ο κίνδυνος παραγκωνισμού και περιθωριοποίησης του Κυπριακού.
Ασφαλώς το Κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής και ως εκ τούτου διεθνές πρόβλημα. Δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση Ελληνοτουρκική διαφορά. Όμως η Ελλάδα εμπλέκεται, αφού η μεγάλη πλειοψηφία του Κυπριακού λαού είναι Έλληνες. Συνεπώς δεσμοί αίματος επιτάσσουν την συμπαράσταση της Ελλάδας προς την Κύπρο. Αλλά και συμβατικές υποχρεώσεις που πηγάζουν από την Συνθήκη Εγγυήσεως και Συμμαχίας του 1960. Όποτε η πραγματικότητα αυτή έτεινε να παραβλεφθεί και να διαρρηχθεί, όπως ήταν φυσικό, δημιουργούνταν σύννεφα και ρωγμές στο Ενιαίο μέτωπο Κύπρου – Ελλάδας και στην αναγκαία εθνική ομοψυχία.
Ένα τέτοιο παράδειγμα υπήρξε η συμφωνία Ανδρέα Παπανδρέου και Τορκούτ Οζάλ την 1η Φεβρουαρίου του 1988 στο Παγκόσμιο οικονομικό φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας. Η συμφωνία προέβλεπε την «έναρξη διαλόγου προς βελτίωσιν του κλίματος ανάμεσα στις δύο χώρες». Δεδομένου ότι Ελλάδα και Τουρκία είχαν φτάσει στα πρόθυρα πολέμου τον προηγούμενο χρόνο με τα γεγονότα του «Πίρι Ρεϊς» και «Σισμίκ» στο Αιγαίο, επέλεξαν να προχωρήσουν σε αυτή τη συμφωνία. Η οποία απεκλήθη και συμφωνία περί «μη πολέμου».
Επειδή εκείνη η συμφωνία εθεωρήθη ότι έθετε στο περιθώριο ή στο «ράφι», όπως χαρακτηριστικά ελέχθη, το Κυπριακό και επειδή δικαίως ασκήθηκε κριτική στον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Ιούνιο του ιδίου χρόνου ο Έλληνας Πρωθυπουργός, από του βήματος της Βουλής των Ελλήνων αναφώνησε το διαβόητο «MEA CULPA».
Είναι πασίδηλο ότι όσο συνεχίζεται η τουρκική κατοχή στην Κύπρο, η θεμιτή από πλευράς Ελλάδας προσπάθεια βελτίωσης των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, δεν μπορεί να είναι ούτε ολοκληρωμένη, ούτε πλήρης χωρίς την επίλυση του Κυπριακού.
Επί τούτου οι δηλώσεις του Έλληνα Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη σε προ έτους επίσκεψη του στην Κύπρο προς διάψευσίν «ζιζανίων» που διαχέονται περί διαφωνιών Κύπρου – Ελλάδας στο Κυπριακό, πρέπει να κριθούν ικανοποιητικές. Ενδεχομένως κάποιοι να αντιτείνουν ότι πρόκειται για «κατά συνθήκην», καθησυχαστικές δηλώσεις «ρουτίνας»,γνωστές και πολλάκις διατυπωθείσες στο παρελθόν, ακόμη και σε περιόδους κρίσεων στις σχέσεις Ελλάδας – Κύπρου, αναφορικά με χειρισμούς του Κυπριακού.
Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί, ότι θα ήταν λάθος να υιοθετούμε, να αποδεχόμαστε και να συμμεριζόμαστε φήμες περί περιθωριοποίησης ή παραγκωνισμού του Κυπριακού στο βωμό της αναμενόμενης έναρξης διαλόγου Ελλάδας – Τουρκίας προς εξομάλυνση – βελτίωση των μεταξύ τους σχέσεων. Καμμιά Ελληνική Κυβέρνηση εκλεγμένη από τον Ελληνικό λαό, δεν μπορεί να εγκαταλείψει το πελώριο εθνικό θέμα της Κύπρου ή να έχει την αυταπάτη ότι μπορούν να επιλυθούν τα Ελληνοτουρκικά, χωρίς λύση του Κυπριακού. Κάτι που θα αποτελούσε μια ανιστόρητη μυωπική πολιτική και πλήγμα στο αναγκαίο αρραγές εθνικό μέτωπο Ελλάδας – Κύπρου.
Θεωρώ ωστόσο αναγκαίο να επισημάνω ορισμένες θέσεις και απόψεις κάποιων εν Αθήναις αμνημόνων, ανιστόρητων και αγνωμόνων αλλά και εθνικά επικίνδυνων. Αυτές οι απόψεις που ασφαλώς δεν εκφράζουν ούτε την επίσημη Ελληνική κυβέρνηση, ούτε οποιαδήποτε συντεταγμένη πολιτική δύναμη, πέραν του ότι συνιστούν μια ευθεία υπονόμευση των καθορισμένων διαχρονικά στόχων Ελλάδας και Κύπρου ως προς το Κυπριακό, αποπνέουν και μια αντίληψη που τείνει να διαγράψει την αυτονόητη ευθύνη του Ελληνισμού απέναντι στην Κύπρο. Αλλά και την άδολη και ολόψυχη συνδρομή του Κυπριακού Ελληνισμού στους διαχρονικούς αγώνες του Έθνους.
Και το χειρότερο είναι ότι δηλητηριάζουν τις σχέσεις του Μητροπολιτικού και του Κυπριακού Ελληνισμού και αποδυναμώνουν την αναγκαία ομοψυχία σε αυτή την κρίσιμη εθνική συγκυρία.
Να το διευκρινίσουμε. Όσοι νομίζουν ότι το Κυπριακό «κούρασε» και ότι «φτάνει πια βρε αδελφέ με το Κυπριακό» και «πόσα χρόνια με αυτούς του Κύπριους», ασφαλώ δεν είναι νοητό να υποβάλλονται εφεξής σε λογοκρισία. Είναι όμως αναγκαίο να τους υποδειχθεί, ότι ασχημονούν κατά τρόπο προπετή και επικίνδυνο ενώ αποδεικνύονται πολιτικά κοντόφθαλμοι και εθνικά μύωπες. Αν δε νομίζουν, ότι έτσι, θα αφεθεί ο υπόλοιπος Ελληνισμός ανεπηρέαστος «πλανώνται πλάνην οικτράν» Μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελέσει εφαλτήριο για αποθράσυνση των τουρκικών αδηφάγων βλέψεων, που θα οδηγήσουν αναπόδραστα σε νέες περιπέτειες τον Ελληνισμό. Στη Θράκη, στο Αιγαίο, στα νησιά.
Ας εγκαταλείψουν λοιπόν τους διαγκωνισμούς επικύψεων προς ορισμένους ξένους που απευθύνουν τις γνωστές «συμβουλές» και «παραινέσεις» εκπτώσεων στο Κυπριακό. Ας πάψουν να αναμασούν την ολέθρια άποψη, ότι «δεν είναι δυνατόν η Κύπρος να μας σέρνει σε περιπέτειες».
Τελειώνω με μία σχετική, πάντα επίκαιρη, αναφορά του Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου κατά την επίσκεψη του στην Κύπρο το 1982.
« Πράγματι άφρονες αξιωματικοί αφού κατόρθωσαν να υπονομεύσουν τις Ένοπλες Δυνάμεις, παρέμειναν διά της βίας στην εξουσία επτά ολόκληρα χρόνια. Και στο τέλος της καταστροφικής τους πορείας, παρέσυραν στην καταστροφή και τη μεγαλόνησο, την Κύπρο. Η ευθύνη είναι δική τους και όχι του Ελληνικού λαού, ο οποίος δεν ήταν σε θέση να εκφράσει τον πόθο του για μια Κύπρο ανεξάρτητη, για μια Ελλάδα δημοκρατική. Αλλά παραμένει αλήθεια ότι είναι Ελλαδική ευθύνη, όπως και αν συνέβη, εάν θέλετε είναι ευθύνη δική μας, γιατί δεν κατορθώσαμε να δομήσουμε τότε τους δημοκρατικούς θεσμούς, σε βάσεις μόνιμες που να εγγυούνται πάντα το σεβασμό της λαϊκής κυριαρχίας. Και ένας από τους σκοπούς του ταξιδιού μου εδώ, είναι να επουλώσω αυτό το τραύμα και να σας διαβεβαιώσω ότι δεν είσαστε μόνοι, ότι η Ελλάδα γνωρίζει σήμερα άριστα την ευθύνη απέναντι στον Ελληνισμό της Κύπρου.
Αυτή η ρήση του Ανδρέα Παπανδρέου θα πρέπει να αποτελεί πυξίδα πλεύσης για την στάση της Ελλάδας έναντι της Κύπρου.