Η περιοχή Τροόδους στα χρόνια της Αγγλοκρατίας: Βιβλίο του ακαδημαικού Κυριάκου Ιακωβίδη
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
27 Νοεμβρίου 2024Η περιοχή Τροόδους στα χρόνια της Αγγλοκρατίας (κατά τις δεκαετίες 1940 και 1950). Αντιβρετανισμός και φιλοβρετανισμός, εκπαίδευση και εργατικές ιστορίες, είναι ο τίτλος του βιβλίου, που επιμελήθηκε ο Κυριάκος Ιακωβίδης και περιλαμβάνει τα πρακτικά ημερίδας που διοργάνωσε το Ίδρυμα Πολιτισμού Ορεινών Κοινοτήτων Τροόδους, σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφος.
Παρουσιάζοντας το βιβλίο, η Ευθυμία Λεμονιάτη, Δρ Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας ανέφερε ότι στον τόμο αυτό περιλαμβάνονται έξι άρθρα, που η θεματολογία τους καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων που άπτονται της περιοχής του Τροόδους. Πρόκειται για άρθρα υπό μορφή αυτοτελών κεφαλαίων, με εξαντλητική τεκμηρίωση, πλήρη βιβλιογραφία και έρευνα στον κυπριακό Τύπο της εποχής. Το βιβλίο αυτό αναδεικνύει την πολύπλευρη προσφορά της περιοχής του Τροόδους κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο.
Στο υπό συζήτηση βιβλίο, μετά τον Πίνακα Περιεχομένων, ακολουθούν: Χαιρετισμός της Προέδρου του Ιδρύματος Πολιτισμού Ορεινών Κοινοτήτων Τροόδους (σ. 9), Προλογικό σημείωμα (σ. 11), Μελέτες (σ. 15) και βιογραφικά των συγγραφέων του τόμου (σ. 89).
Το πρώτο άρθρο είναι του Χαράλαμπου Α. Αλεξάνδρου και έχει τίτλο «Οργάνωση και Διοίκηση της ΕΟΚΑ στην περιοχή Τροόδους» (σσ. 15-26). Πρόκειται για εκτενή και εμπεριστατωμένη μελέτη, που φωτίζει τον τρόπο, με τον οποίο είχε οργανωθεί και διοικείτο η ΕΟΚΑ στην περιοχή του Τροόδους. Ο συγγραφέας υποστηρίζει, ότι η μορφολογία του εδάφους και η ένθερμη στήριξη των κατοίκων στον Απελευθερωτικό Αγώνα των Κυπρίων, υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες στην απόφαση του Γρίβα, να δημιουργήσει ομάδες σε κοινότητες της συγκεκριμένης περιοχής. Ο Διγενής, για να είναι αποτελεσματικότερη η οργάνωση, διαίρεσε την περιοχή σε 11 τομείς, με τον πιο μεγάλο εξ αυτών, τον τομέα Πιτσιλιάς. Μάλιστα, αναφέρει, ότι σύμφωνα με τον ίδιο τον Γρίβα, η οργάνωση των τομέων δεν ήταν ομοιόμορφη, αλλά προσαρμοζόταν ανάλογα με τις ανάγκες και τις συνθήκες της εκάστοτε περιοχής. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στη μάχη του Πεύκου, στις 23 ή 24 Νοεμβρίου 1955. Κλείνοντας, τονίζει ότι η πλούσια δράση της ΕΟΚΑ στην περιοχή του Τροόδους αποδεικνύεται και από τη θυσία στη συγκεκριμένη περιοχή των πλείστων αγωνιστών του Αγώνα.
Το δεύτερο άρθρο, είναι του Κυριάκου Ιακωβίδη και τιτλοφορείται: «Αντιβρετανισμός και Συμβούλια Βελτιώσεως στις ορεινές περιοχές της Κύπρου. Η ενδεικτική περίπτωση του Αγρού» (σσ. 27-38). Ο συγγραφέας, με γλαφυρό τρόπο παρουσιάζει τον αντιβρετανισμό των Κυπρίων, ο οποίος ήταν έκδηλος μέσα από την ίδρυση των Συμβουλίων Βελτιώσεως στις ορεινές περιοχές της Κύπρου, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στην κοινότητα του Αγρού. Η Βρετανική αποικιοκρατική Κυβέρνηση προσπάθησε ανεπιτυχώς να μειώσει τον αντιβρετανικό αγώνα των Κυπρίων και να αναπτύξει τον φιλοβρετανισμό, με την ίδρυση των Αγροτικών Συμβουλίων, όπως αποκαλούσαν τα Συμβούλια Βελτιώσεως, που είχαν σκοπό, ανάμεσα στα άλλα, να γίνουν βελτιωτικά και αναπτυξιακά έργα. Μάλιστα, δηλώνει ότι παρόλο που δίνονταν μεγάλα κονδύλια για έργα στον Αγρό, οι Βρεττανοί δεν κατάφεραν να αυξήσουν την επιρροή τους, αντ’ αυτού ταφόπλακα αυτών των Συμβουλίων υπήρξε η συμμετοχή των κατοίκων και ειδικά μελών του ίδιου του Αγροτικού Συμβουλίου, στον Αγώνα του 1955-59.
Το τρίτο άρθρο είναι του Ανδρέα Χριστοδούλου και έχει ως τίτλο: «Η Ανωτέρα Σχολή Αγρού την περίοδο 1944-1959» (σσ. 39-54). Ο αρθρογράφος αναφέρεται στην ίδρυση στης συγκεκριμένης Σχολής, μετά από δωρεάν του Κυριάκου Απεήτου. Κάνει ακόμα αναφορά στη λειτουργία της Aνωτέρας Σχολής Αγρού, στο πρότυπο των Γεωργικών Σχολών, που σκοπό είχε την παροχή γνώσεων στους κατοίκους της περιοχής που αποφοιτούσαν από την εν λόγω Σχολή. Ιδιαίτερη μνεία, γίνεται στην προσφορά της συγκεκριμένης Σχολής στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1955-1959. Οι Βρεττανοί αντιλαμβανόμενοι τον ρόλο της Σχολής στον Αγώνα, προέβησαν σε ενέργειες, που αποσκοπούσαν να φιμώσουν την Παιδεία και κατ’ επέκταση τους εκπαιδευτικούς. Η Ανωτέρα, λοιπόν, Σχολή Αγρού επιτέλεσε σπουδαίο έργο, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της Παιδείας και στην πνευματική ανάπτυξη των νέων.
Το τέταρτο άρθρο είναι του Μαρίνου Κωνσταντίνου με τίτλο: «Κατύδατα: Από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τις απεργίες του 1948» (σσ. 55-68). Είναι μία πολύ σημαντική μελέτη, στην οποία γίνεται εκτενής αναφορά στην επαναλειτουργία του μεταλλείου της Σκουριώτισσας και την επίδραση που αυτό είχε στα Κατύδατα. Η επαναλειτουργία του μεταλλείου έγινε από τον Αμερικανό γεωλόγο Charles Gunther, ο οποίος εξασφάλισε άδειες από την αποικιακή κυβέρνηση ιδρύοντας την εταιρεία CMC. Ο συγγραφέας αναφέρεται στην επίδραση που είχε στα Κατύδατα, το μεταλλείο της Φουκάσας - Σκουριώτισσας, αφού η πλειοψηφία των κατοίκων (άνδρες και γυναίκες) εξαρτιόνταν οικονομικά από τη λειτουργία του. Το μεταλλείο επέφερε και αλλαγές και στην πληθυσμιακή σύνθεση της κοινότητας, αφού πλήθος εργατών, από διάφορα μέρη της Κύπρου, συνέρρεαν, για να εργαστούν σ’ αυτό. Αυτό τεκμηριώνεται και από το σχολικό μητρώο του δημοτικού, στο οποίο δίνονται αρκετές πληροφορίες για τους μαθητές, όπως η καταγωγή τους και το επάγγελμα των γονέων τους.
Ο συγγραφέας επιπλέον δεν παραλείπει να κάνει εκτενή αναφορά σε τοπικά και διεθνή ιστορικά γεγονότα που επηρέασαν τη λειτουργία του μεταλλείου, όπως η Παγκόσμια Οικονομική Κρίση του 1929, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η απεργία των μεταλλωρύχων. Το 1932 μάλιστα, μεσούσης της Οικονομικής Κρίσης, το μεταλλείο της Σκουριώτισσας έκλεισε, λειτουργώντας μόνο με προσωπικό ασφαλείας, το οποίο αποτελείτο από ντόπιους εργαζομένους. Το γεγονός αυτό και η τεχνογνωσία που απέκτησαν, με τα χρόνια υπηρεσίας στην εταιρεία τους, τους κατέστησε απαραιτήτους στην εταιρεία, η οποία τους αντιμετώπιζε διαφορετικά σε σχέση με τους υπόλοιπους υπαλλήλους. Δεν είναι λοιπόν τυχαία, σύμφωνα με τον συγγραφέα, η μετριοπαθής στάση, που τήρησαν οι κάτοικοι των Κατυδάτων στην απεργία των μεταλλωρύχων του 1948. Είναι, λοιπόν, ξεκάθαρο ότι η κοινωνία του χωριού μεταλλάχθηκε, ακολουθώντας μια πιο φιλελεύθερη κοινωνική πολιτική και οικονομική φιλοσοφία.
Το πέμπτο κείμενο γράφτηκε από την Ξένια Παπαδημητρίου και έχει τίτλο:» Φεστιβάλ Πλατρών: Πολιτιστικός και οικονομικός θεσμός. Εξέλιξη και απήχηση κατά τη δεκαετία του 1950» (σσ. 69-80). Η συγγραφέας, μελετώντας τον κυπριακό Τύπο της εποχής προσπάθησε να σκιαγραφήσει τις πολιτιστικές και οικονομικές πτυχές αυτού του θεσμού κατά τη δεκαετία του 1950. Την ιδέα για την ίδρυση του συγκεκριμένου φεστιβάλ είχε ο Γεώργιος Σκυριανίδης, ο οποίος εμπνεόμενος από το φεστιβάλ του Saint Moritz στην Ελβετία, ήθελε να πραγματοποιήσει ένα παρόμοιο στις Πλάτρες, γιατί πίστευε ότι θα βοηθούσε στην τουριστική ανάπτυξη της περιοχής. Αφού ενέπλεξε, τις τοπικές αρχές και τη Βρετανική Διοίκηση το 1950, κατάφερε να υλοποιήσει την ιδέα του και το πρώτο φεστιβάλ Πλατρών, ήταν γεγονός. Την επόμενη χρονιά δεν πραγματοποιήθηκε, όπως και την περίοδο 1955-1958, περίοδο που διεξαγόταν ο Απελευθερωτικός Αγώνας. Οι πολιτικές εξελίξεις στο νησί, επηρέασαν φυσικά και το φεστιβάλ. Την ταραγμένη αυτή περίοδο, ο Τύπος της εποχής, που ήταν φιλοκυβερνητικός, καλούσε τον λαό να παρευρεθεί διαφημίζοντας το φεστιβάλ, ενώ ο Τύπος που ήταν φίλα προσκείμενος προς την Εθναρχία και το ΑΚΕΛ προσπαθούσε να αποτρέψει τον λαό να παρευρεθεί χαρακτηρίζοντάς τον ως κυβερνητικό. Την όξυνση της πολεμικής εναντίον του φεστιβάλ προκαλούσε και το γεγονός, ότι Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής ήταν ο Βρετανός Διοικητής Λεμεσού. Όλη αυτή η πολεμική είχε επίπτωση και στο ίδιο το φεστιβάλ, αφού η εισροή επισκεπτών μειώθηκε. Το 1959, όταν ξανάρχισε το φεστιβάλ, ο Σκυριανίδης τόνιζε, ότι «τέτοιες γιορτές και πανηγύρια πρέπει να καταλάβουν πρωτεύουσα θέση, γιατί ο βασικός σκοπός τους είναι η προώθηση του κυπριακού τουρισμού, της πιο προσοδοφόρας πηγής πλούτου της Κύπρου». Το φεστιβάλ πραγματοποιείτο κυρίως τον Αύγουστο, περίοδο που στην περιοχή υπήρχαν αρκετοί παραθεριστές και είχε διάρκεια 2-3 μέρες. Κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ διοργανώνονταν εκθέσεις γεωργικών, δασικών και ανθοκομικών προϊόντων. Επίσης, διοργανώνονταν εκθέσεις ζωγραφικής και φωτογραφίας, οι οποίες φιλοξενούνταν στο ξενοδοχείο Φορέστ Παρκ. Επιπλέον, γίνονταν φιλολογικοί διαγωνισμοί, κυπριακοί χοροί, τραγούδια και θεατρικές παραστάσεις. Ακόμη, σύμφωνα με τη συγγραφέα διεξάγονταν αγώνες σκοποβολής, σκακιού και κολύμβησης. Αποκορύφωμα, όμως, των εκδηλώσεων, ήταν η ανακήρυξη της «μις φεστιβάλ Πλατρών».
Έκτο και τελευταίο άρθρο είναι της Ελένη Ερωτοκρίτου με τίτλο: «Ο Τεύκρος Ανθίας και οι απεργίες των μεταλλωρύχων της Σκουριώτισσας (1948)» (σσ. 81-88). Η συγγραφέας κάνει ιδιαίτερη μνεία στο άρθρο, στην προσφορά του Τεύκρου Ανθία στις απεργίες των μεταλλωρύχων της Σκουριώτισσας το 1948. Με φλογερά άρθρα στην εφημερίδα «Δημοκράτης», που ήταν εκφραστικό όργανο του ΑΚΕΛ, κάλυπτε τις δράσεις, τις ενέργειες και τις εκδηλώσεις των απεργών της εποχής εκείνης και ιδιαίτερα τις εργατικές παρελάσεις στη Λεύκα και στον Ξερό. Μάλιστα, έγραψε και το εμβατήριο, που τραγουδούσαν οι εργάτες. Σε αυτό σκιαγραφούνται οι σκληρές, αλλά και επικίνδυνες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, τόσο των εργατών όσο και των οικογενειών τους. Ο Τεύκρος Ανθίας καλύπτει τις απεργίες του 1948 με εκτενές ρεπορτάζ, βέβαιος ότι ο αγώνας το μεταλλωρύχων θα ευοδωθεί. Σύμφωνα με τη σχετική έρευνα, που έκανε η ερευνήτρια, η στάση του Τύπου της εποχής, ως προς τον αγώνα των μεταλλωρύχων, καθοριζόταν από τις πολιτικές τους προτιμήσεις. Οι εφημερίδες, που ήταν προσκείμενες στη δεξιά παράταξη, κρατούσαν ουδέτερη στάση αναφέροντας απλά ότι έγιναν οι παρελάσεις. Αυτό δεν ήταν τυχαίο, αφού την εποχή εκείνη μαινόταν στην Ελλάδα εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος επηρέαζε και την Κύπρο. Μάλιστα, η εφημερίδα «Δημοκράτης», τον Μάρτιο του 1948, ανακοινώνει την προσαγωγή στο δικαστήριο 10 μεταλλωρύχων μαζί με τον Ανθία, με την κατηγορία ότι διοργάνωσαν παράνομη συγκέντρωση και παρέλαση στη Λεύκα. Παρότι, ο δικαστής Εκρέμ απάλλαξε τον Ανθία από τις κατηγορίες, η εφημερίδα «Δημοκράτης» τόνιζε ότι ο λόγος που διώχθηκε ο Ανθίας ήταν το γεγονός ότι ήταν κομμουνιστής δημοσιογράφος, ενώ αν ήταν δεξιός, δεν θα είχε αυτή την αντιμετώπιση. Ο Ανθίας, σύμφωνα με τη συγγραφέα συνέχισε να εξάρει τον αγώνα των απεργών μεταλλωρύχων και η δράση του υπήρξε καταλυτική στον αγώνα που διεξήγαγε.
Συμπερασματικά το παρόν βιβλίο αποτελεί μια αξιόλογη προσπάθεια επιστημονικής τεκμηρίωσης ιστορικών γεγονότων, που σημάδεψαν την περιοχή Τροόδους, κατά την Αγγλοκρατία και συγκεκριμένα τις δεκαετίες του 1940 και 1950. Είναι ένα βιβλίο χρήσιμο για τους μελετητές της περιοχής και κατ’ επέκταση της σύγχρονης ιστορίας του πολύπαθου νησιού μας, γιατί μέσα από την αναφορά και ανάλυση του Αγώνα των Κυπρίων εναντίον των αποικιοκρατών, του αντιβρετανισμού και φιλοβρετανισμού, της εκπαίδευσης και του αγώνα των μεταλλωρύχων. Το έργο φωτίζει τις αντιφάσεις και τις προκλήσεις, που αντιμετώπιζε η κυπριακή κοινωνία εκείνη την περίοδο. Η εμβάθυνση στις τοπικές ιστορίες και η αναφορά στους κοινωνικούς αγώνες προσφέρουν μια πολύπλευρη γνώση της εποχής, καθιστώντας το βιβλίο αναγκαίο για όποιον ενδιαφέρεται για την ιστορία της Κύπρου αυτή την περίοδο.