Ελεγκτική Υπηρεσία και Λογιστήριο καίνε τον εργολάβο για τον δρόμο Πάφου-Πόλης
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
07 Φεβρουαρίου 2025Ελεγκτική Υπηρεσία και Λογιστήριο του κράτους φορτώνουν ολόκληρη την ευθύνη για τον τερματισμό της σύμβασης του δρόμου Πάφου-Πόλεως στον εργολάβο. Μάλιστα, η Ελεγκτική Υπηρεσία, προειδοποίησε από τις 20.12.2023 το Τμήμα Δημοσίων Έργων ότι ο εργολάβος προτίθετο να τερματίσει τη σύμβαση. Αυτό αποκαλύπτει σήμερα ο Φιλελεύθερος σε εκτενές ρεπορτάζ, στο οποίο αναφέρεται επίσηςότι η Ελεγκτική Υπηρεσία καίει και το Τμήμα Δημοσίων Έργων για το γεγονός ότι το έργο παρουσίαζε εξαρχής καθυστερήσεις ενώ καρφώνει το Τμήμα και για το θέμα των εγγυητικών, αφήνοντας σκιές να αιωρούνται.
Αιχμές αφήνονται και για την ελληνική Δικαιοσύνη, η οποία χωρίς να έχει αρμοδιότητα, απαγόρευσε την πληρωμή των εγγυητικών στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Ειδικά η Ελεγκτική Υπηρεσία σημειώνει σε υπόμνημά της, πως «το έργο παρουσίαζε εξαρχής σοβαρές καθυστερήσεις αφού η οικονομική πρόοδος της εκτελεσθείσας εργασίας ανερχόταν σε ποσοστό μικρότερο του 4% με το πέρας του 47,6% του συμβατικού χρόνου, δηλαδή στους 20 από τους 42 μήνες που θεωρητικά θα διαρκούσαν οι εργασίες.
Στο υπόμνημα, το οποίο κατατέθηκε ενώπιον της κοινοβουλευτικής επιτροπής Ελέγχου, προστίθεται, πως με βάση τους πιο πάνω ρυθμούς η Ελεγκτική Υπηρεσία στις 20.12.2023 επεσήμανε στο Τμήμα Δημοσίων Έργων έντονη ανησυχία και προβληματισμό σχετικά με την καθυστέρηση και τη δυσμενή εξέλιξη στην πρόοδο υλοποίησης τουέργου. Τόνισε, εξάλλου, την ανάγκη να επιλυθούν αμέσως όλα τα προβλήματα που παρατηρούνταν.
Ως εκ των πιο πάνω, προστίθεται στο υπόμνημα, εύλογα γίνεται αντιληπτό, ότι οι εργασίες ουδέποτε παρουσίαζαν ουσιαστική πρόοδο και κρινόταν εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσον το έργο θα ολοκληρωνόταν ακόμη και μέχρι την 1.5.2025 ημερομηνία κατά την οποία ο εργολάβος αυθαίρετα είχε θέσει ως νέα ημερομηνία αποπεράτωσης στο αναθεωρημένο πρόγραμμα εργασιών που είχε υποβάλει στις 26.9.2023.
Εξάλλου, το Γενικό Λογιστήριο με υπόμνημά του, αν και αναφέρεται γενικά στα συμβόλαια τεχνικών έργων παρατηρεί ότι: «Η διακοπή μιας σύμβασης από μία αναθέτουσα Αρχή προκύπτει κατά κύριο λόγο από την αδυναμία του αναδόχου να ολοκληρώσει τη σύμβαση μέσα στο πλαίσιο της νομοθεσίας για τις δημόσιες συμβάσεις ή και για τον λόγο ότι ο ανάδοχος (εργολάβος) βρίσκεται σε οικονομική δυσχέρεια και παρουσιάζει αδυναμία να χρηματοδοτήσει τις εργασίες.
Περαιτέρω, εκφράζεται η άποψη πως δεν πρέπει να αφήνονται σκιές στις αναθέτουσες Αρχές που διέκοψαν τις συμβάσεις λόγω αδυναμίας του αναδόχου να παραδώσει αυτό που υποσχέθηκε με την προσφορά του.
Πάντως, από την Ελεγκτική Υπηρεσία τα ακούει και εμμέσως το Τμήμα Δημοσίων Έργων, αν ληφθεί υπόψιν πως σε σύντομο ιστορικό που παραθέτει ο Γενικός Ελεγκτής αναφέρονται και τα ακόλουθα:
«Το Τμήμα Δημοσίων Έργων τον Μάιο του 2023 έδινε προφορικές διαβεβαιώσεις (στην Ελεγκτική Υπηρεσία) ότι είχαν μεν προκύψει δυσκολίες κατά την εκτέλεση της σύμβασης, μεταξύ των οποίων αναφορά ότι τρίτοι δημιουργούσαν πολλά προβλήματα στο έργο και στον συγκεκριμένο εργολάβο, οι οποίες (δυσκολίες) φαινόταν ότι είχαν ξεπεραστεί».
Στο ίδιο ιστορικό αναφέρεται, πως ο εργολάβος με επιστολή του προς το Τμήμα Δημοσίων Έργων ημερομηνίας 27.11.2023 είχε προβάλει τον ισχυρισμό, ότι υπήρξε παραβίαση διαφόρων συμβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους του Τμήματος Δημοσίων Έργων. Όταν η Ελεγκτική Υπηρεσία έλαβε γνώση του περιεχομένου της επιστολής του εργολάβου, υπέδειξε στα Δημόσια Έργα (20.12.2023) ότι οι σχετικές αναφορές υποδήλωναν πρόθεση του εργολάβου να προχωρήσει σε λύση της σύμβασης.
Ακολούθως, το Τμήμα Δημοσίων Έργων αντέκρουσε τους ισχυρισμούς του εργολάβου και με επιστολή του (5.2.2024) κατέγραψε σωρεία ενεργειών του Τμήματος μέσω των οποίων επιχειρούσε να βοηθήσει την προώθηση του έργου ώστε να αποφευχθούν καθυστερήσεις.
Στο υπόμνημα γίνεται επίκληση δηλώσεων του διευθυντή Δημοσίων Έργων (12.4.2024) με βάση τις οποίες μέχρι τότε είχαν εκτελεστεί εργασίες σε ποσοστό 30-35% επί του συνόλου του έργου. Στο ίδιο υπόμνημα καταγράφεται, πως από τις εργασίες μέχρι τον Ιανουάριο του 2024, οι δηλώσεις δεν φαίνεται να επιβεβαιώνονται αφού το ποσοστό υλοποίησης του έργου κυμαινόταν σε ποσοστό μικρότερο του 18%.
Στο υπόμνημα αναφέρεται, πως μέχρι τον τερματισμό της σύμβασης είχε καταβληθεί στον εργολάβο ποσόν €14,3 εκατ. το οποίο με τις αυξομειώσεις των τιμών ανέρχεται συνολικά σε περίπου €16 εκατ.
Στις 11.11.2024 το Τμήμα Δημοσίων Έργων προχώρησε σε τερματισμό της σύμβασης με τον εργολάβο.
«Δυστυχώς οι ανησυχίες της Υπηρεσίας μας σε σχέση με τις σοβαρές καθυστερήσεις στην πρόοδο του έργου, ως επανειλημμένως είχαν εκφραστεί στο Τμήμα Δημοσίων Έργων, στην ΚΕΕΑ αλλά και σε συνεδρίες κοινοβουλευτικών επιτροπών (στις οποίες συζητήθηκε το υπό αναφορά θέμα) επιβεβαιώθηκαν με τον τερματισμό της σύμβασης στις 11.11.2024», συμπληρώνει η Ελεγκτική Υπηρεσία.
Σχολιάζοντας απαιτήσεις του εργολάβου, αναφέρεται ότι εξετάστηκαν από Ad-hoc επιτροπή η οποία κατέληξε πως για ουδεμία απαίτηση που στοιχειοθέτησε υφίσταται επηρεασμός του έργου. Η επιτροπή κατέληξε επίσης πως οι χρονικές καθυστερήσεις θα μπορούσαν να καλυφθούν με την απρόσκοπτη εκτέλεση εργασιών, με ικανοποιητικούς ρυθμούς, εκ μέρος του εργολάβου. Σημειώνει δε, πως από τον Απρίλιο του 2024 ο ρυθμός του έργου είχε μειωθεί δραστικά χωρίς αιτιολόγηση.
Η Κεντρική Επιτροπή Αλλαγών και Απαιτήσεων, υιοθετώντας την εισήγηση της Ad-hoc επιτροπής κατέληξε στην απόρριψη όλων των αιτημάτων του εργολάβου.
Σχετικά με το θέμα των εγγυητικών, στο υπόμνημα της Ελεγκτικής Υπηρεσίας σημειώνεται, πως «το γεγονός ότι οι επιστολές για κατάσχεσή τους επιδόθηκαν μία μέρα μετά τον τερματισμό της σύμβασης και όχι την ίδια μέρα, προκαλεί εύλογα ερωτήματα στην Ελεγκτική Υπηρεσία καθώς αυτό έδωσε στον Εργολάβο το δικαίωμα να εξασφαλίσει την έκδοση δικαστικών μέτρων απαγόρευσης της ρευστοποίησης των εγγυητικών.
Σημειώνεται, ότι στο υπόμνημα της Ελεγκτικής Υπηρεσίας αφήνονται αιχμές και εναντίον της ελληνικής Δικαιοσύνης.
Συγκεκριμένα αναφέρονται τα εξής:
Στο λεκτικό των εγγυητικών επιστολών αναφέρεται ότι αυτές θα διέπονται και θα ερμηνεύονται με βάση και σύμφωνα με του νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας και θα εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των κυπριακών Δικαστηρίων. Ως εκ τούτου, προκαλεί έντονο προβληματισμό στην Υπηρεσία μας το γεγονός ότι ελληνικά δικαστήρια έχουν αποφανθεί ότι μπορούν να λάβουν αποφάσεις επί εγγυητικών οι οποίες δεν εμπίπτουν στην δικαιοδοσία τους.
Θεωρούμε ότι η εν λόγω δικαστική απόφαση θα αποτελέσει αρνητικό προηγούμενο για εγγυητικές οι οποίες υποβάλλονται στο πλαίσιο σύναψης δημοσίων συμβάσεων και εκδίδονται από τραπεζικά ιδρύματα στην Ελλάδα.