Pafos Net

Κηδεύεται σήμερα στη γενέτειρα του, Κισσόνεργα, ο Κώστας Οικονόμου

title image

Η Πάφος και ολόκληρη η Κύπρος απευθύνει σήμερα το ύστατο χαίρε σε ένα από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του πολιτιστικού της γίγνεσθαι, του ζωγράφου Κώστα Οικονόμου ο οποίος σε ηλικία 91 ετών έφυγε από τη ζωή την περασμένη Δευτέρα.Η κηδεία του θα τελεστεί το απόγευμα στη γενέτειρά του, Κισσόνεργα.

Ο Κώστας Οικονόμου, ήταν μέλος της γενιάς των καλλιτεχνών οι οποίοι οδήγησαν την κυπριακή τέχνη, τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, από μια φθίνουσα βυζαντινή θρησκευτική και λαϊκή ζωγραφική σε μια έντεχνη και ελεύθερη έκφραση. Η καλλιτεχνική δημιουργία του χαρακτηρίστηκε από μεγάλη παραγωγικότητα και από πλουραλισμό στη χρήση υλικών, μέσων και τεχνοτροπιών. 

Γεννήθηκε το 1925 στην Κισσόνεργα. Όπως αναφέρει ο ίδιος, «παρόλο που ζούσαμε σε αγροτικό περιβάλλον, η ατμόσφαιρα στο σπίτι μας ήταν πολύ ευνοϊκή για πνευματικές και καλλιτεχνικές συζητήσεις». Το ενδιαφέρον του Οικονόμου για την τέχνη είχε ήδη εκδηλωθεί από το δημοτικό, ενώ μετά το γυμνάσιο, φοίτησε στο Διδασκαλικό Κολέγιο Μόρφου, έχοντας ανάμεσα στους καθηγητές του τον ζωγράφο Αδαμάντιο Διαμαντή. Ο Διαμαντής, με τον οποίο ο Οικονόμου συνδέθηκε στενά, τον βοήθησε να αναπτύξει τις ικανότητές του στη ζωγραφική: «Μόνο τότε, νομίζω, κατάλαβα τι ήταν για μένα η ζωγραφική, χωρίς φυσικά να διανοηθώ να γίνω ζωγράφος. Μου ήταν αρκετή η ικανοποίηση που ένιωθα ζωγραφίζοντας».  

Με την αποφοίτησή του από το κολέγιο το 1945, διορίστηκε δάσκαλος στη Δημοτική Eκπαίδευση, αρχικά σε διάφορα σχολεία της υπαίθρου. Παράλληλα συνέχισε να ζωγραφίζει, κυρίως αγροτικά τοπία, από τα μέρη στα οποία εργαζόταν. Το 1951 διορίστηκε στη Λευκωσία. Την περίοδο 1952-53, ο Οικονόμου δούλεψε ως καθηγητής τέχνης στην Αγγλική Σχολή στη Λευκωσία, αντικαθιστώντας τον Ιωάννη Κισσονέργη, ο οποίος μετανάστευσε στη Νότια Αφρική. Το 1954 γνώρισε τον Χριστόφορο Σάββα, τον μετέπειτα σημαντικότερο καλλιτέχνη της δεύτερης γενιάς και κορυφαίο Κύπριο μοντερνιστή. Ο Σάββα είχε γυρίσει στην Κύπρο μετά τον πρώτο κύκλο σπουδών του στο Λονδίνο, για να φύγει πάλι το 1956. Την ίδια χρονιά, πήγε στην Αγγλία και ο Οικονόμου, όπου φοίτησε στο King Alfred’s College στο Winchester (στα 1956-57). Παρακολούθησε μαθήματα παιδαγωγικών και τέχνης – ανάμεσά τους, ζωγραφική, κεραμική και χαρακτική. Τότε είχε και την ευκαιρία να αφιερώσει χρόνο σε μουσεία και γκαλερί, τόσο στο Λονδίνο όσο και στο Παρίσι, όπου επισκέφθηκε δύο φορές τον Σάββα.  

Στα 1971-72, ο Οικονόμου φοίτησε στο Τμήμα Τέχνης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, όπου παρακολούθησε θεωρητικά μαθήματα μαζί με χαρακτική και φωτογραφία. Ταυτόχρονα παρακολούθησε και νυκτερινά μαθήματα ζωγραφικής στο St. Martin’s School of Art. Είχε παρουσιάσει το έργο του σε δεκάδες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Κύπρο και το εξωτερικό. Το 1962 ο Οικονόμου είχε την πρώτη του ατομική έκθεση στην Πάφο (στο Δημοτικό Μέγαρο), όπου συνέχισε να διδάσκει σε σχολεία μετά την επιστροφή του από την Αγγλία. Ταυτόχρονα συμμετείχε ενεργά στα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου, όπως στην ίδρυση του Επιμελητηρίου Καλών Τεχνών Ε.ΚΑ.ΤΕ. το 1964. Εξίσου πλήρης ήταν η ανάμειξή του στα εκπαιδευτικά πράγματα της Κύπρου ως δάσκαλος και, από το 1970, ως επιθεωρητής τέχνης, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1985. Το 1980 ήταν ανάμεσα στους πρωτεργάτες στην ίδρυση του Κυπριακού Οργανισμού για την Εκπαίδευση μέσω της Τέχνης (Κ.Ο.Ε.Τ.),     

Το ενδιαφέρον του εστιαζόταν σε όλες τις θεματικές περιοχές αλλά περισσότερο στην τοπιογραφία και εργαζόταν στη ζωγραφική τόσο με το λάδι όσο και με υδατογραφία και τα ακρυλικά χρώματα, ενώ στη χαρακτική  με το λινόλεουμ, το χαλκό και το τσίγκο. Στη γλυπτική χρησιμοποιούσε τσιμέντο και πολυεστέρα που ανακάτευε με χρώματα, καθώς και ψημένο πηλό και πέτρα στη μικρογλυπτική του. Στην ακουαρέλα δείχνει από νωρίς τη μεγάλη του μαεστρία, η οποία θα τον καταστήσει έναν από τους κορυφαίους δημιουργούς του είδους αυτού στην κυπριακή τέχνη. Αυτά τα έργα φανερώνουν ότι ο Οικονόμου, αν και χρονολογικά ανήκει στη δεύτερη γενιά της νεότερης κυπριακής τέχνης, καλλιτεχνικά βρίσκεται εγγύτερα στην πρώτη, αυτή του Διαμαντή και του Τηλέμαχου Κάνθου.

«Πάντα με συγκινούσε αυτή η εναλλαγή της ατμόσφαιρας, του χρώματος και προσπαθώ να αποδώσω αυτή τη συγκίνηση. Για αυτό και προτιμώ την ακουαρέλα· είναι το κατεξοχήν υλικό που μπορεί να δώσει αυτή την ατμόσφαιρα, την εναλλαγή, τη λεπτή αλλαγή, την ευαισθησία και τη διαφάνεια που δεν μπορείς να τη δώσεις με οποιοδήποτε υλικό που δεν είναι, σαν υλικό το ίδιο, διαφανές» έλεγε ο ίδιος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Εμπρός» το 1990.  

Έργα του βρίσκονται στην Κρατική Πινακοθήκη Λευκωσίας, στις Πινακοθήκες Δήμου Πάφου, Δήμου Κέρκυρας, Λετονίας, Βουλγαρίας κ.ά. Γλυπτά του βρίσκονται σε δημόσιους χώρους (ανάγλυφο στο Β΄ Δημοτικό Σχολείο Λεμεσού, Ηρώο Πεσόντων, κοινότητα Τσάδας, Πάφος).