Pafos Net

Ουκρανική Κρίση και το Χρεωκοπημένο Οικονομικό μας Μοντέλο

title image

Θεόδωρος Παναγιώτου*

Cyprus International Institute of Management

 

Για μια ακόμα φορά η Κυπριακή οικονομία γίνεται έρμαιο εξωτερικών κραδασμών. Εκεί που ελπίζαμε σε Ρωσικές επενδύσεις και ρεκόρ αφίξεων Ρώσων και Ουκρανών τουριστών για να δώσουν μια ανάσα στη δοκιμαζόμενή μας οικονομία, ήλθε η Ουκρανική κρίση όχι μόνο να εξανεμίσει τις ελπίδες μας αλλά και να  καταστρέψει ότι απέμεινε μετά από το εξοντωτικό  κούρεμα καταθέσεων όσων  Ρώσων και Ουκρανών εμπιστεύτηκαν το τραπεζικό μας σύστημα.

Δεν είναι η πρώτη φορά που μας συμβαίνει κάτι τέτοιο. Στο παρελθόν παρόμοια εξωτερικά σοκ, όπως η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, ο εμφύλιος πόλεμος στο Λίβανο και η Αραβική Άνοιξη μας ωφέλησαν. Άλλα συμβάντα, όπως οι δύο πόλεμοι στον κόλπο, οι τρομοκρατικές ενέργειες, οι ηφαιστειακές εκρήξεις  και οι αρρώστιες των πουλιών, των χοίρων και των αγελάδων μας έβλαψαν.  Μα αυτές είναι οι συνέπειες της ανοικτής οικονομίας και της παγκοσμιοποίησης, θα έλεγαν οι απολογητές (και βολεμένοι) του χρεωκοπημένου οικονομικού μας μοντέλου.  Παίρνεις το κακό με το καλό, είναι πακέτο. Κάποτε σου βγαίνει, κάποτε δεν σου βγαίνει.

Πόσο έξυπνο, όμως, είναι να συνεχίζουμε να παίζουμε Ρωσική ρουλέτα  με την οικονομία; Η οικονομική κρίση που περνούμε σήμερα, η μεγαλύτερη της σύγχρονης ιστορίας μας, είναι απότοκος του τυχοδιωκτικού μας οικονομικού μοντέλου που θέλει μια μικρή και, κατά τα άλλα, εσωστρεφή οικονομία να στηρίζεται σε εξωγενείς παράγοντες χωρίς ασφαλιστικές δικλίδες, διασπορά κινδύνων και διαχείριση κρίσεων. Η εξάρτηση από το μαζικό τουρισμό και τις πωλήσεις ακινήτων σε ξένους  μας εξέθεσε σε  ρίσκα από εξωτερικούς παράγοντες που ποτέ δεν διαχειριστήκαμε. Η προσέλκυση επιπόλαιων (footloose)  «επενδύσεων» και τραπεζικών καταθέσεων με το χαμηλό εταιρικό μας φόρο και τα ψηλά καταθετικά μας επιτόκια μας εξέθεσε σε ρίσκα που δεν ελέγχαμε. Η μαζική επένδυση των τραπεζικών καταθέσεων σε  ομόλογα υψηλού ρίσκου στην προσπάθεια μεγιστοποίησης της απόδοσης χωρίς διαχείριση του υψηλού κινδύνου ήταν κι’ αυτή μια έκφραση του τυχοδιωκτικού μας οικονομικού μοντέλου. Η ραγδαία και άκρως κερδοσκοπική εξάπλωση του τραπεζικού μας συστήματος ανά την υφήλιο (χωρίς επίγνωση των τοπικών συνθηκών και κουλτούρας) μάς εξέθεσε σε κινδύνους που ούτε καν αντιλαμβανόμασταν.

Κάποιος θα ανέμενε ότι το πάθημα θα μας γινόταν μάθημα. Δυστυχώς, συνεχίζουμε βασικά με το ίδιο τυχοδιωκτικό μοντέλο εν μέρει λόγω ανάγκης και κεκτημένης ταχύτητας, αλλά κυρίως λόγω νοοτροπίας και άρνησης να δεχθούμε ότι το προσφιλές μας οικονομικό  μοντέλο του γρήγορου κέρδους και εύκολου πλουτισμού έχει χρεοκοπήσει. Συνεχίζουμε να επενδύουμε στο μαζικό τουρισμό ελπίζοντας πως η Ουκρανική κρίση θα μας αφήσει αλώβητους όπως μας άφησε και η διεθνής οικονομική κρίση, αντί να επενδύουμε στην ποιοτική αναβάθμιση του τουριστικού μας προϊόντος και την ανάπτυξη μορφών τουρισμού που έχουν χαμηλή ελαστικότητα στην τιμή και ψηλή ανθεκτικότητα στις εξωτερικές συνθήκες, όπως ο βιωματικός, αναρρωτικός, αθλητικός, εκπαιδευτικός και συνεδριακός τουρισμός. Ούτε και γίνονται σοβαρές προσπάθειες διασποράς κινδύνου: η Ρωσική αγορά είναι για το τουρισμό ότι ήταν τα ελληνικά ομόλογα για τις τράπεζες. Ελπίζουμε ότι σύντομα θα επανέλθουν οι καλές μέρες της φούσκας των ακινήτων που πυροδότησε ο εύκολος δανεισμός και η «εισβολή» των Ρώσων ολιγαρχών, καθώς και οι μαζικές εγγραφές «offshore» εταιρειών  στο φορολογικό μας παράδεισο.  Και ας θέτει ο Πούτιν ως εθνικό στόχο τον επαναπατρισμό των Ρωσικών εταιρειών που έχουν καταχωρίσει την έδρα τους εκτός Ρωσίας.

Δεν θέλουμε να παραδεχθούμε ότι η καλή μας τύχη και οι ευνοϊκές συγκυρίες που μας έκαναν νεόπλουτους μέσα σε λιγότερο από δυο δεκαετίες τώρα μας εγκατέλειψαν.  Η ανακάλυψη υδρογονανθράκων στην ΑΟΖ μας, βεβαιώνει της καλής μας τύχης το ασφαλές: ότι συνεχίζουμε να είμαστε  ο επίλεκτος λαός του Θεού κι’ ας ζούμε σε μια μοιρασμένη πατρίδα, με κουτσουρεμένη κυριαρχία, και καταχρεωμένη οικονομία. Το ότι η προοπτική να εκμεταλλευτούμε αυτό το «θείο δώρο» εξαρτάται   από εξωγενείς παράγοντες που δεν ελέγχουμε, ολίγον τι επηρεάζει τους υπολογισμούς των κερδών μας. Ούτε  ανησυχούμε πως αν μας ευνοήσει η τύχη ξανά και εισρεύσουν σημαντικά έσοδα από το φυσικό αέριο στην οικονομία μας, γρήγορα θα βρουν το δρόμο τους σε προσλήψεις και αύξηση μισθών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, εξωπραγματικές συνδικαλιστικές διεκδικήσεις και γενναιόδωρες κοινωνικές παροχές, ενώ  η διεθνής ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας θα ξαναπάρει τη κατιούσα.

Θα πρέπει επιτέλους να αποφασίσουμε τι είδους οικονομία θέλουμε. Μια οικονομία-τζόγο που άγεται και φέρεται από εξωτερικές συνθήκες, και μάλιστα σε 3-4 μόνο  χώρες, όπως η Ελλάδα,  η Ρωσία, η Αγγλία και η Γερμανία; Ή μια διαφοροποιημένη  οικονομία που να παράγει και να εξάγει ανταγωνιστικά προϊόντα  και υπηρεσίες σ’ ένα ευρύ φάσμα διεθνών αγορών; Ας το αποφασίσουμε επί τέλους και ας δράσουμε αναλόγως. Η  "Πρόταση για Δημιουργία ενός Νέου Ενιαίου Εθνικού Πλαισίου για Έρευνα, Καινοτομία και Επιχειρηματικότητα στην Κύπρο", που έχει εκπονηθεί από την Εθνική Επιτροπή Έρευνας, Καινοτομίας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης και έχει παραδοθεί πρόσφατα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι μια καλή αρχή προς την ορθή κατεύθυνση.

Ας ελπίσουμε ότι η εφαρμογή της δεν θα καθυστερήσει από τη γραφειοκρατία και η ουσία της δεν θα εκφυλιστεί από πολιτικές σκοπιμότητες και διαπλοκές που προάγουν την  αναξιοκρατία και  αναδεικνύουν μετριότητες χωρίς όραμα σε θέσεις εξουσίας και διαχείρισης πόρων. Ο χρόνος πιέζει αφόρητα κι’ οι πόροι είναι περιορισμένοι. Μόνο ένα ευέλικτο σύστημα με διαφάνεια και αίσθηση του επείγοντος,  χωρίς γραφειοκρατικές διαδικασίες,  που προάγει την αξιοκρατία και τη δημιουργικότητα, θα μπορούσε να θέσει τα θεμέλια ενός νέου ανταγωνιστικού οικονομικού μοντέλου που δεν μπορεί να είναι άλλο από την έρευνα, την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα. Διαφορετικά,  θα συνεχίσουμε να επενδύουμε στο χρεωκοπημένο τυχοδιωκτικό μας μοντέλο, παραμένοντας  έρμαια εξωτερικών γεγονότων, όπως η Ουκρανική και η κάθε άλλη κρίση.

 

 *O Δρ. Θεόδωρος Παναγιώτου είναι  Διευθυντής του Διεθνούς Ινστιτούτου Διοίκησης Κύπρου, γνωστού ως CIIM, και Επισκέπτης Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ. Είναι μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Οικονομίας του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Για 25 χρόνια διετέλεσε Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ της Αμερικής, και  τιμήθηκε  για τη συνεισφορά του στο Βραβείο Νόμπελ για την ειρήνη το 2007.