Pafos Net

Ιστορίες από την Αναρίτα

title image

Του Μαρίνου Κλεάνθους

Υποψήφιου Ευρωβουλευτή Δημοκρατικής Παράταξης

 

Η Φατμά και η Χαβά ήταν οι κόρες του Τζιζάρη και της Ζεκιέ από την Αναρίτα της Πάφου. Έμεναν στον ίδιο μαχαλά με τη γιαγιά μου την Καλλού.

Είναι απόλαυση να ακούει κανείς τους ηλικιωμένους να μιλούν για τις ιστορίες εκείνης της Κύπρου που δεν ζήσαμε. Όταν χριστιανοί και μουσουλμάνοι ζούσαν μαζί χαρές και λύπες. Χωρίς μίσος και φανατισμούς. Η γιαγιά μου η Καλλού, η μάνα του παπά μου, αναπολεί τα χρόνια εκείνα που πέρασαν και επαναλαμβάνει "Περνούσαμε πολλά καλά μαζί τους γιε μου! Προβλήματα εν είχαμε...."

Οι κόρες του Τζιζάρη μεγάλωσαν και έκαμαν οικογένεια. Η Φατμά και η Χαβά έκαμαν από μία κορη, οι οποίες σύμφωνα με τη γιαγιά μου, "ήταν οι πιο ωραίες του χωρκού". Αργότερα, όμως, είχαν μια τραγική κατάληξη:

Το '74 τις βρήκε στο βόρειο κομμάτι του νησιού. Αναγκάστηκαν να φύγουν από την Αναρίτα την ταραγμένη δεκαετία του 60, υπό την απειλή της ΤΜΤ.

Τις μέρες της εισβολής, οι "γιουρούκκηδες" (όπως ονόμασε τους στρατιώτες του Αττίλα η γιαγιά) αφού βίασαν τα κορίτσια, τις σκότωσαν. Λίγες μέρες αργότερα, οι δύο μανάδες, η Φατμά και η Χαβά βρέθηκαν επίσης κρεμασμένες πάνω σε ελιές. Δεν άντεξαν το κακό που τους βρήκε. Την ντροπή και το έγκλημα. Και επέλεξαν την φυγή του θανάτου.

Η γιαγιά έμαθε για τον τραγικό αυτό χαμό των δύο φίλων της από τον Ισμαήλη, τον άντρα της Φατμά που με την πρώτη ευκαιρία όταν μπόρεσε, πέρασε το συρματόμπλεγμα και ήρθε στις ελεύθερες περιοχές για δουλειά.

Κάθε φορά που τις θυμάται η γιαγιά συγκινείται.

Κάνει τον σταυρό της και εύχεται ο Θεός να τις έχει καλά. "Ήταν άδικος ο χαμός τους γιε μου. Τζιαι ο χαμός των παιθκιών τους...."

Ακόμα μια (άγνωστη) τραγωδία εκείνων των ημερών.

Ψυχές που αναμένουν δικαίωση.

Αναρωτιέμαι: θα υπάρξει ποτέ κάποιος ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας που να μπορεί να υπερασπιστεί αυτές τις ψυχές; Να μπορεί να χτυπήσει το χέρι πάνω στο τραπέζι και να ζητήσει διερεύνηση από τους στρατιωτικούς του Αττίλα;

Ή μήπως οι νεκροί αυτοί βολεύει να μείνουν ξεχασμένοι;

Και το πιο σημαντικό: θα βρουν ποτέ ηρεμία οι ψυχές αυτών των νεκρών;

Θα μπορέσουμε ποτέ να ζήσουμε στην Κύπρο της ειρήνης;