Pafos Net

Γεροσκήπου: Κορυφή του παγόβουνου της αδιαφορίας το θέμα της αρχαίας Ιεροκηπίας

title image

Η περιοχή της Γεροσκήπου, παρά τον σημαντικό αριθμό αρχαιολογικών θέσεων και μνημείων που διαθέτει, δεν έχει αποτελέσει μέχρι σήμερα αντικείμενο συστηματικής έρευνας και μελέτης, με αποτέλεσμα η γνώση μας για το αρχαίο παρελθόν του τόπου να είναι ακόμα αποσπασματική. Την ανησυχητική αυτή εικόνα εντείνει το τελευταίο διάστημα το θέμα των αρχαιοτήτων που έχουν εντοπισθεί στο παραλιακό τεμάχιο της Αρχιεπισκοπής και τα συνεπακόλουθα γεγονότα ως προς την αξιοποίηση και ανάδειξη των αρχαιοτήτων αυτών ή το «θάψιμο» τους προς όφελος της μελετούμενης ανάπτυξης.

Μιλώντας σήμερα στο PafosNet ο Πολιτιστικός Λειτουργός του Δήμου Γεροσκήπου, Νίκος Παλιός, επισημαίνει ότι κατά καιρούς έρχονται τυχαία στην επιφάνεια νέα στοιχεία που φωτίζουν άγνωστες πτυχές της ιστορίας της Γεροσκήπου, όπως τα παλαιοχριστιανικά κατάλοιπα στο «Χρυσοχώραφο» το 2002 και σήμερα οι αρχαιότητες μεταξύ των τοποθεσιών «Παχύαμμου» και «Ττάπιας», στο μέρος της μεγάλης ανάπτυξης που προωθεί η Αρχιεπισκοπή.

« Λόγω της ιδιαίτερα προνομιακής γεωγραφικής της θέσης στην ανατολική Μεσόγειο, η Κύπρος αποτελούσε θέατρο πολλών πολεμικών συγκρούσεων κατά την αρχαιότητα, με αποτέλεσμα οι εκάστοτε κατακτητές της να επιδεικνύουν διαρκή μέριμνα για την άμυνά της», αναφέρει ο κ. Παλιός. «Κι ενώ κατά την κυπρο-αρχαϊκή και την κυπρο-κλασική περίοδο (8ος – 4ος αι. π.Χ.) η οχύρωση των δέκα πόλεων-βασιλείων, μεταξύ των οποίων και η Πάφος, βασιζόταν κατ’ αποκλειστικό σχεδόν τρόπο στα τείχη των σημαντικότερων πόλεων, στην Ελληνιστική περίοδο (332π.Χ. – 58π.Χ.), και ιδιαίτερα κατά τον 2ο αι. πΧ., οι Μακεδόνες κυβερνήτες ακολουθούν μια σημαντικά διαφοροποιημένη αμυντική οργάνωση.

Για τους επιγόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Κύπρος είχε ιδιαίτερη στρατηγική και οικονομική σημασία λόγω της άφθονης ξυλείας και της ναυτικής της δύναμης, γι’ αυτό και βρέθηκε στο επίκεντρο διεκδικήσεων. Έτσι, κατά την Ελληνιστική περίοδο όχι μόνο αναδημιουργήθηκαν ή επιδιορθώθηκαν τα τείχη των βασιλείων, αλλά γνωρίζουμε ότι επεκτάθηκε η κατασκευή οχυρώσεων και σε δευτερεύουσες πόλεις, που συνδέονταν με τις «πρωτεύουσες». Επιπρόσθετα, κατασκευάστηκαν μεμονωμένοι πύργοι, οι οποίοι όμως αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της αμυντικής αλυσίδας. Πλέον, η άμυνα των βασιλείων δε στηριζόταν μόνο στα τείχη των κυρίων πόλεων, αλλά και σε ένα ιεραρχικό δίκτυο αμυντικών έργων: τείχη μεγάλων και μικρότερων πόλεων, φρούρια και πύργοι-παρατηρητήρια».

Στα χρόνια των Πτολεμαίων επισημαίνει ο Νίκος Παλιός, οι εσωτερικές διαμάχες και οι εξωτερικοί κίνδυνοι οδήγησαν σε περαιτέρω ενίσχυση της αμυντικής οργάνωσης του νησιού. Σύμφωνα με τη Διευθύντρια της Γαλλικής Αρχαιολογικής Αποστολής Πάφου Claire Balandier, η νέα πρωτεύουσα του νησιού, η Νέα Πάφος, έγινε έδρα του στρατηγού και του ναυάρχου. Πρέπει να τειχίστηκε για πρώτη φορά περί το 200 π.Χ., ενώ στο λιμάνι της θα πρέπει να κατασκευάστηκε τότε τρίτος τομέας, κατά πάσα πιθανότητα για στρατιωτικούς λόγους, αναφέρει. Αυτά τα νέα στοιχεία θα πρέπει να συσχετισθούν με τον ενισχυμένο ναυτικό ρόλο της Κύπρου και της Πάφου ειδικότερα, η οποία κατέστη βάση του πτολεμαϊκού στόλου από το 146 π.Χ., όταν οι Πτολεμαίοι απώλεσαν τις θέσεις τους στο Αιγαίο.

« Συμπερασματικά, οι αρχαιότητες στην τοποθεσία «Ττάπια» φαίνεται να ανήκουν στην Ελληνιστική περίοδο, ενδεχομένως στον 2ο αι. π.Χ.», τονίζει, « και αποτελούν μάλλον τα κατάλοιπα κάποιου οχυρωματικού έργου που κατασκευάστηκε στην Ιεροκηπία, στο πλαίσιο ενίσχυσης της αμυντικής οργάνωσης της Νέας Πάφου.  «Τάπια» στην ελληνική είναι το τμήμα οχυρού, κάστρου, ο προμαχώνας, και προέρχεται από την τουρκική λέξη «tabya».

Η επακόλουθη κινητοποίηση όλου του Δήμου, αλλά και φορέων και οργανώσεων της επαρχίας Πάφου για την διάσωση και ανάδειξη των ευρημάτων της αρχαίας Ιεροκηπίας, είναι το επιστέγασμα δεκαετιών χαμένων ευκαιριών στην ανάδειξη του αρχαιολογικού πλούτου και σημασίας της Γεροσκήπου, παρατηρεί ο κ. Παλιός.

ierokipia2                                     

Πριν την κινητοποίηση για τα ευρήματα της αρχαίας Ιεροκηπίας, τονίζει ο κ. Παλιός, μια από τις σημαντικότερες πολιτιστικές παρεμβάσεις τοπικών αρχών στην επαρχία Πάφου, ήταν η έκθεση παλαιάς φωτογραφίας για την Πολιτιστική Κληρονομιά της Γεροσκήπου, η οργάνωση της οποίας, επισημαίνει, έδωσε την ευκαιρία να αντιληφθούν όλοι τους κινδύνους που υπάρχουν ως προς την εξαφάνιση, καταστροφή ή αλλοίωση των πολιτιστικών θησαυρών ενός τόπου.

« Πρόκειται για μια έκθεση που περιλάμβανε φωτογραφίες από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και εκτεινόταν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80» ανέφερε ο Νίκος Παλιός. «Η έκθεση επικεντρωνόταν στα μνημεία, τους αρχαιολογικούς χώρους, τις τοποθεσίες, της γειτονιές και τα κτήρια της Γεροσκήπου σε άλλες εποχές. Αρκετές από τις φωτογραφίες αυτές είδαν το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά, όπως αυτές που σχετίζονται με την αποκατάσταση της Οικίας του Χατζησμίθ, το σημερινό Μουσείο Λαϊκής Τέχνης, το 1948. Μέσα από την έκθεση, η οποία ήταν ανοικτή για το κοινό, αποκαλύφθηκαν σημαντικά πολιτιστικά στοιχεία της πόλης και ξεδιπλώθηκε το παρελθόν και η ιστορία του τόπου. Η Έκθεση αυτή αποτελεί την απαρχή για τη δημιουργία ενός ιστορικού φωτογραφικού αρχείου για την πόλη μας.

Οι φωτογραφίες της Έκθεσης, όμως, έδωσαν την ευκαιρία, μέσα από τη σύγκριση του «τότε» με το «τώρα», για την εξαγωγή κάποιων συμπερασμάτων».

Επικεντρώνοντας τα πορίσματα με βάση το φωτογραφικό υλικό, ο αρμόδιος πολιτιστικός λειτουργός της δημοτικής αρχής τόνισε ιδιαίτερα τα σχετιζόμενα με την Πλατεία Γεροσκήπου.

« Στη δύση του 20ου αιώνα κρίθηκε αναγκαία η ανάπλαση της Πλατείας Γεροσκήπου», τόνισε. « Τα σχέδια εγκρίθηκαν το 2003 και το έργο ολοκληρώθηκε χρόνια αργότερα. Αποτέλεσμα: λόγω της έλλειψης γνώσης, ευαισθητοποίησης και συνείδησης πρώτα απ’ όλα των ίδιων των εμπλεκομένων στη λήψη των σχετικών αποφάσεων, η ιστορική πλατεία της Γεροσκήπου έχασε τη γραφικότητά της αφού, αντί να τύχει συντήρησης και αισθητικής αποκατάστασης, υπέστη μια βάναυση ανακαίνιση που αλλοίωσε ή μάλλον κατάστρεψε τη φυσιογνωμία της. Και, βέβαια, το αποτέλεσμα δεν δικαίωσε τις «προσδοκίες» εκείνων που ήθελαν να στήσουν, μέσα από την ανάπλαση της Πλατείας, ένα σκηνικό τουριστικής εκμετάλλευσης, αγνοώντας, φυσικά, ότι οι πόλεις που έχουν τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα ανά τον κόσμο είναι αυτές που διατηρούν τον παραδοσιακό χαρακτήρα και την αυθεντικότητα των ιστορικών τους κέντρων».

Συναφές με το θέμα της πλατείας, τονίζει ο κ. Παλιός, είναι και αυτό της εκκλησίας της  Αγίας Παρασκευής, που δεσπόζει του χώρου. Για τους σκοπούς της ανάπλασης και της «ευθυγράμμισης» της πλατείας με το υψόμετρο της λεωφόρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, θυσιάστηκε ή μάλλον «βυθίστηκε» η εκκλησία και αντικαταστάθηκε το πλακόστρωτο από κυπριακή πέτρα με πέτρα από τη Βόρειο Ήπειρο, τονίζει.

« Σήμερα, οι κίονες, τα κιονόκρανα και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη, που βρίσκονταν για αιώνες στην αυλή της εκκλησίας, φυλάσσονται στο Επαρχιακό Μουσείο Πάφου. Όπως υποστήριξε και ο Καθηγητής Δημήτρης Μιχαηλίδης, όλα αυτά φαίνεται να μεταφέρθηκαν από την ερειπωμένη βασιλική του «Χρυσοχώραφου» στη νέα εκκλησία. Είναι καιρός να επιστρέψουν στην Εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και να εκτεθούν στον χώρο μέσα σε ασφαλείς συνθήκες. Μάλιστα, οι κίονες θα πρέπει να επανατοποθετηθούν στην αυλή, στα βόρεια της εκκλησίας, όπως απεικονίζονται και σε παλαιότερες φωτογραφίες».

   ierokipia3                                   

Ολέθρια ήταν η παρέμβαση τις προηγούμενες δεκαετίες και σε άλλα ζητήματα που άπτονταν της πολιτιστικής υποδομής της Γεροσκήπου, παρατηρεί ο Νίκος Παλιός. Αναφέρει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα το παλιό κτιριακό συγκρότημα με τον κινηματογράφο, που υπήρχε στην πλατεία, κτίσμα του 1957 και το οποίο κατεδαφίστηκε το 1986 γιατί, σύμφωνα με την επικρατούσα τότε άποψη, ήταν «ένας κούλας που έκρυβε την εκκλησιά».

Σήμερα, η Γεροσκήπου, παρατηρεί ο Πολιτιστικός Λειτουργός του Δήμου, θα μπορούσε να διαθέτει το μεγαλύτερο θέατρο και το σημαντικότερο πολιτιστικό κέντρο της επαρχίας Πάφου, με πολλαπλά οφέλη για τον τόπο.

« Από την έκθεση των φωτογραφιών των περασμένων αιώνων και δεκαετιών της Γεροσκήπου», επισημαίνει, « εξάγονται ιδιαίτερα συμπεράσματα και για το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης. Από πλευράς εκθεμάτων, είναι σίγουρα το πιο σημαντικό στο είδος του στην Κύπρο. Η επισκεψιμότητά του, όμως, είναι απογοητευτική, κυρίως γιατί δεν λειτουργεί με σύγχρονες προδιαγραφές, με τον χρόνο να φαίνεται ότι σταμάτησε στα 1978.

Ένα μουσείο του σήμερα, όμως, πρέπει να προσφέρει γνώση και ψυχαγωγία στους πολίτες, να είναι οικείο και φιλικό στην κοινωνία. Δυστυχώς, η μελέτη αναβάθμισης που εκπονήθηκε από το Τμήμα Αρχαιοτήτων έμεινε στα χαρτιά, ελέω οικονομικής κρίσης. Το τέλειο άλλοθι, δηλαδή».         

   ierokipia4                                 

Ακόμη πιο απογοητευτική είναι η διαπίστωση της αντιμετώπισης που έτυχε η πολιτιστική κληρονομιά της Γεροσκήπου, στην περίπτωση του Παλαιού Μεταξουργείου, του μετέπειτα ΚΕΝ Πάφου. Ο Νίκος Παλιός παρατηρεί ότι μετά τη μετακίνηση του ΚΕΝ, το μεταξουργείο, που για πολλά χρόνια, αποτελούσε τον βασικότερο οικονομικό πνεύμονα του χωριού, μαζί με το Αγρόκτημα της Γεροκηπιάς, αφέθηκε στο έλεος του Θεού και στη φθορά του χρόνου.

« Η συμφωνία που έγινε πριν λίγα χρόνια μεταξύ Δήμου, Τμήματος Πολεοδομίας και ιδιοκτήτη, πρωην Λαικής και τώρα Τράπεζας Κύπρου, για την παραχώρηση στον Δήμο σημαντικών κτηρίων του τεμαχίου, ταυτόχρονα με την έκδοση πολεοδομικής άδειας, δεν ετέθη ποτέ σε εφαρμογή λόγω της προκλητικής αδιαφορίας της ιδιοκτήτριας εταιρείας», τονίζει. «Ομοίως, στην υπόθεση του Αγροκτήματος της Γεροκηπιάς: Μετά το θάνατο της τελευταίας του ιδιοκτήτριας , το 1976, το τεμάχιο πέρασε στα χέρια του Κράτος και στη συνέχεια του ΚΟΤ. Τα κτήρια, όχι μόνο αφέθηκαν στο έλεος του Θεού, αλλά και σε διάφορους επιτήδειους που για χρόνια λυμαίνονταν τον εξοπλισμό, τα κινητά μέρη και τις πέτρες τους.

Δυστυχώς, οι αρχές της πόλης, λόγω προφανώς και της άγνοιάς τους για τη σημαντικότητα του χώρου, στάθηκαν ανίκανες να προστατεύσουν το σπουδαιότερο οικοδόμημα της σύγχρονης ιστορίας της Γεροσκήπου. Αν περιμένουμε την αξιοποίηση του χώρου, χωρίς να προηγηθούν σωστικές εργασίες, τότε τίποτα δεν θα μείνει όρθιο».

ierokipia5

Καταλήγοντας ο κ. Παλιός επισημαίνει ότι το κληροδότημα των Ιερών Κήπων, αναπόσπαστο μέρος του οποίου αποτελεί ο χώρος που σήμερα είναι γνωστός ως «Κάτω Βρύση», αποτελεί το ισχυρότερο πολιτισμικό κεφάλαιο της Γεροσκήπου. Η παρακαταθήκη αυτή, δυστυχώς, δεν έχει τύχει του αναγκαίου σεβασμού και, ακόμα περισσότερο, δεν έχει εκτιμηθεί σωστά ούτε έχει αξιοποιηθεί προς όφελος της πόλης και των κατοίκων.

«Αντίθετα, η  κύρια πηγή του Ιερού Κήπου και ο χώρος που την συνθέτει, έγιναν θυσία στα αναπτυξιακά έργα ιδιωτών, τα οποία αλλοίωσαν τη φυσιογνωμία της περιοχής».